United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλοια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε. Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα· να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε.

Να σου κάμω εγώ τώρα ένα περιβολάκι, ένα σπιτάκι, να δης τι θα πη Ρωμιός». Έτσι μου φαίνεται, σα να παίζουμε με περιβολάκια και με σπιτάκια μέσα στον κόσμο. Σαν τους φυλακισμένους, που για να σκοτώσουν τις μαύρες τους ώρες, ζωγραφίζουν εικόνες απάνω στους τοίχους της φυλακής. Μ' ας μην το φαρμακώνουμε το γλυκό μας ταγέρι με λόγια πικρά. Παίζετε, λυγερές μου, παίζετε. &Πρέπει& να παίζετε σεις.

Εύλογη χαρά εκείνη την Κυριακή πρωί, γιατί όσο και να βαράκουγαν τώρα ταυτιά του, τις ξεχώριζε τις λυγερές δοξαριές που μηνούσαν το γύρισμα της νύφης από την εκκλησιά. Είταν ο γέρος συγκινημένος πολύ.

Και δε θα τηνε βρης μοναχά στο κορίτσι αυτή την ακαταπόνετη δύναμη της τιμής. Αυτό το βλέπουμε και στις χώρες, δηλαδή στις &ρωμαίικες& τις χώρες. Εκείνο που είναι ν' απορήσης, είναι που βλέπεις τόσες και τόσες λυγερές μαυροφόρες και περνούν ταγύριστα χρόνια της νιότης στην άχαρη μοναξιά της χηρείας, δίχως άλλη ελπίδα παρά να μεγαλώση ταγόρι τους και να πιάση τον τόπο του μακαρίτη!

Θάψτε με δίχως κλάυματα και δίχως μοιρολόγια, Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε. Μαζί μου, μέσ' 'ς το μνήμα μου, και το καυκί μου βάλτε, Το πλουμιστό μου το καυκί, τον ώμορφο αραγό μου, Το πενταπήχινο ραβδί, την ακριβή φλογέρα, Και τ' ασημένια τ' άρματα. Λεν πωςτον Κάτω Κόσμο Οι νιοι βαστάνε τ' άρματα κ' η λυγερές τους στόλους.

Εγελούσαν οι λυγερές δυνατά και στο τρεμουλιαστό γέλοιο εμάντευα της καρδιάς τη φωτιά και τη λαχτάρα. Ετραγουδούσαν τα παληκάρια κ' έλεγαν με το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών, τον πόθο και τον καϋμό τους. Κ' εγώ που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα τ' ασημένια γέλοια σε κόλαση ήμουν από τη ζήλεια γιατί δεν ημπορούσα να είμαι σ' εκείνη την Παράδεισο!

Ε νιος κι' ας είμουν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, σαν τότε απάς που στο γοργό Κελάδο συναγμένοι χτυπιούνταν κονταρόπλιστοι Αρκάδες και Πυλιώτες, εκεί που τρέχει ο Γιάρδανος, κοντά στης Φιάς το κάστρο. 135 Εκείνων πρωταγωνιστής βγήκε μπροστά ο Ρεφτάλης, άντρακλας ίσος με θεούς, στους ώμους του φορώντας τ' Αρήθου την αρματωσά, που τούχαν παρανόμι βγαλμένα οι άντρες ρόπαλα κι' οι λυγερές γυναίκες· τι δεν πολέμαε με μακριά κοντάρια ή με δοξάρι, 140 παρά με ρόπαλο έσπαζε τους λόχους σιδερένιο.

Γιατί δεν είναι σαν το χαρέμι εκεί, να βλέπης κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ' αφίνω πια το χωριό». Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά.

Κι' αν πρύμο αγέρι ο σαλεφτής της γης μου προβοδήσει, την τρίτη αβγή στην όμορφη πατρίδα μου θ' αράξω. Εκεί άπειρα έχω π' άφισα για δω σαν πήρα δρόμο· μα κι' άλλο βιο, όσο μούλαχε, εδώ απ' την Τριά θα πάρω, 365 χαλκό και σίδερο ψαρύ και λυγερές γυναίκες, χρυσό θα πάρω . . . μα τη νια αφτός που μούχε δώσει πίσω την πήρε αγέρωχα, ο βασιλιά Αγαμέμνος.

Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε και να ειπήτε!...». Θα έτρεχεν αμέσως μελίσσι ο λαός· θα έβλεπαν οι θαλασσογέννητοι και θα εσταυροκοπούνταν θα έβλεπαν οι γυναίκες και θα ετρόμαζαν τα παληκάρια και θα εζηλοφθονούσαν, οι λυγερές και θα έλεγαν: — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας! Δεύτερος Άγιος Γιώργης θα εδοξαζόμουν στο νησί.