Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Τότε κι’ ο Γάννος άπλωσε το κουρασμένο χέρι Κι’ έκοψε το θαματουργό Βοτάνι της Αγάπης, Πούχε λουλούδια σα φλωρί και φύλλα σαν ασήμι, Κι’ αμέσως εκατέβηκε πο τον γκρεμό τον μέγα, Κρατώντας μες στα χέρια του τ’ αγκύστρι της Αγάπης, Κι’ έτρεξε πάλε ακράτητος, χωρίς στιγμής ανάσα, Επάνω σ’ όρη και βουνά, πλαγιές και μονοπάτια, Λειβάδια και νεροσυρμιές και κάμπους και λαγκάδια Και πήγε κι’ ηύρε ξαφνικά την ξακουσμένη Μάρω Να πλένη τα ποδάρια της σε κρουσταλλένια βρύση, Πούχε ασημένια κάνναλη και μαρμαρένια γούρνα, Και τη στιγμή, που έστρεψε τα μάτια της τα μαύρα, Να ιδή ποιος ήρθε πίσω της ή γνώριμος ή ξένος, Της έρριξε κατάμουτρα τ’ αλάθευτο βοτάνι, Κι’ άμα τη πήρε η ευωδιά, κι’ η μοσκοθολημάδα, Εχαμογέλασε γλυκά κι’ εβγήκε από τη βρύση, Την αγκαλιά της άνοιξε, γεμάτη καλωσύνη, Και του είπε μ’ αγκαλλιασμό και με μεγάλη χάρη : — Μεγάλο θάμα!
Γιατί δεν είναι σαν το χαρέμι εκεί, να βλέπης κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ' αφίνω πια το χωριό». Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά.
Σκούπισε τα δάκρυά του με την απαλάμη και, σα μεθυσμένος απ' το μεράκι του, σήκωσε πάλι μια φωνή γλυκειά και κρουσταλλένια: «Ωχ! Αγγελικούλα μου!» Όλοι κλαίγανε τώρα. Γιατί κλαίγανε κι' αυτοί δεν το ξέρανε. Το μεγάλο τετράγωνο φανάρι είχε σβύσει ανάμεσα στα κλαδιά.
Η ίδια δεν είχε πια δύναμη να τα κάνη όλ’ αυτά κ' η φωνή της δεν μπόραγε να πη τα όσα ήθελε. . . Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες, κ' η Βεργινία κατάλαβε πως για νάναι του Νίκου τα μάτια πάντα γλυκά σαν τώρα κ’ η φωνή του τόσο διάτορη και κρουσταλλένια και κρυφοχαρούμενη, αυτή ήτον πια περιττή-και κατάλαβε τότες πως δεν της χρησίμευε πια ούτε της ίδιας να ξαναύρη την υγειά της.
Η φωνή του τρεμουλιαστή, διάφανη, κρουσταλλένια, γέμισε τη νύχτα με μια γλύκαν ασύγκριτη. Έκρυβε τέτοιο παράπονο μέσα της, που μπορούσε να ραγίση και τα λιθάρια. Ολονών τα μάτια βουρκώσανε. — Έτσι ντε! Ψαλτικά μάλιστα, είπε ο Θανάσης. Ναναγαλλιάση κ' η ψυχή του μακαρίτη, εκεί που βρίσκεται. Ο Μαθιός αναστέναξε.
Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...
Κι από κάτω, από το υγρό και σκοτεινό υπόγειο, ακουγότανε σε λιγάκι η φωνή της να τραγουδή κρουσταλλένια, όπως τραγουδεί ένα καναρίνι μέσα στο κλουβί του.
Βάβω κι' αγγονιά είταν δυο πράγματα στον κόσμο, που το ένα είχε τόσο την ανάγκη τ' αλλουνού, που δε μπορούσε να ζήση το ένα χωρίς το άλλο! Αχ! δόσε, Θε μου! νερό στην κρουσταλλένια κι' αργυρογάργαρη βρυσούλα να ποτίζη τη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά!
Οι βοσκοί θα μας στέλνουν από μακριά τους σκοπούς της φλογέρας τους, ο ήλιος μέσ' απ' τα κλαριά τα φιλιά του. Θα βρούμε τις παλιές μας αγαπημένες σπηλιές απ' αγριόβατα, θα μαζέψουμε μούρα, θα φάμε και θα μελανιάσουν τα χείλη μου και θα κοκκινίσουν τα δοντάκια σου. Κ' η κρουσταλλένια σου φωνή θα μου τραγουδή αγάπης στιχάκια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν