United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μόνο τη γαλήνη της αφίνει να συρθή ίσκιος ατή ράχη ρόδινος και στην πλαγιά ν' απλώση και μόνο την ανάσα της σκορπίζει να χυθή το ράθυμο το δειλινό γλυκά να βαλσαμώση. Με το νερό στα βάθη σου, βουνό, που αργοκυλά και με το πεύκο, ολόγυρα το δάσος που το κλείνει και τον αέρα χαίρεται που φτάνει από ψηλά και στα κλαδιά του χύνεται κύμα και φλοίσβος σβήνει·

Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 345 άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας, και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε, 'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. και, ως πήρε ανάσα και η ψυχήτα στήθη του εσυνάχθη, το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· 350 «Δία πατέρ', είσθε θεοίτον Όλυμπον ακόμη, αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες, αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». 355

Κι' έτρεξαν γύρω ένα σωρό κουνιές και συνυφάδες, και την κρατούσαν που κοντά ναν τη σκοτώσει ο πόνος. Κι' όταν ξανά συνέφερε και πήρε λίγη ανάσα, 475 στενάζει οχ την καρδιά βαθιά και μοιρολόγι αρχίζει «Έχτορα, εγώ η κακότυχη!

» Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Έχω φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Σαν τραγουδάω χορεύουνε στα πλάγια μου τ’ αρκούδια, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή βουβαίνονται τ’ αηδόνια.

Μα σύρε κι' έτσι· πρόβαλε στου χαντακιού τον όχτο, μήπως δειλιάσεις τους οχτρούς και πια τραβήξουν χέρι, κι' έτσι ανασάνουν μια σταλιά κι' οι Δαναοί, που πάνε 200 να λιώσουν· λίγη 'ναι μαθές απ' τη σφαγή η ανάσαΈτσι είπε η γλήγορη θεά και φέβγει πίσω πάλι, κι' αφτός σηκώθηκε να πάει.

Εκείνη όμως είπε, σκύβοντας ακόμη περισσότερο, με διπλωμένα τα γόνατα έτσι που το πρόσωπο της ν’ αγγίζει το δικό του πρόσωπο: «Βλέπεις τι δώρο, ΈφιςΚαι ήταν χλωμή μέσα στο γκρενά της φόρεμα, με τα μοχθηρά της μάτια γεμάτα δάκρια. Αλλά ο Έφις δεν ένοιωσε πόνο γι’ αυτό. «Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, όπως Εκείνος. Πρέπει να κλαίμε και να σωπαίνουμε…», είπε με μιαν ανάσα.

Αλλά μαζί με τη λάμψη και τη δροσερή ανάσα των λουλουδιών χύθηκε και σα μια θλίψη βαθειά ολόγυρα.

Επήγαινε πότε στη μία, πότε στην άλλη κ' έτσι έβγαινε ο ναύτης κ' έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την ώρα που έγινε το τράκο ως την αυγή εδουλέψαμε καλά. Αν δεν ολιγόστεψε το νερό, δεν ημπόρεσε όμως και να μας κεφαλώση. Δεν ξεύρω γιατί η νύχτα και ο κίνδυνος αγριεύουν τόσο τον άνθρωπο, θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλη αφρίζει· χωρίς να σκεφθή δίνει σώμα στον κίνδυνο.

Αν πας κι' αφτόν στον τόπο του τον στείλεις ζωντανόνε, 445 τότ' ίσως κι' άλλος μας θεός γυρέψει, συλλογίσου, να βγάλει οχ τη σκληρή σφαγή παιδί του αγαπημένο, τι γύρω του τρανού καστριού της Τροίας πολεμούνε κι' άλλων πολλά παιδιά θεών που θα σκυλιάσουν όλοι. 449 Μα αν σούναι ακριβαγάπητος κι' αν σ' τον θρηνούν τα σπλάχνα, τώρα άφισ' τον κι' ας σκοτωθεί με του Πατρόκλου χέρι, μα όταν ανάσα και ζωή πια τον αφήσουν, στείλε το θάνατο και το βαθύ τον Ύπνο ναν τον πάρουν, ως ναν τον πάνε στης πλατιάς μες στα χωριά Λυκίας, 455 όπου ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νέκρωνε

Κι' αφίνοντάς τους έτσι αφτούς σακατεμένους χάμου, πήγαν και θρήνος έκαναν μες στο σωρό, σα χοίροι που λαγωνίκες άσκιαχτοι ορμούν και δοντοσκίζουν· 325 έτσι έστρεψαν και σκότωναν. Και με χαρά οι Αργίτες γλυτώσανε απ' τον Έχτορα και πήρανε μια ανάσα.