United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν χαθώ διά την κόρην σου, πώς εκείνη θ' αποφύγη την τιμωρίαν διά το αίμα που θα χυθή; Και συ ακόμη εις τα μάτια των πολλών θα είσαι συνεργός αυτού του φόνου, διά το μέρος που έλαβες εις αυτόν. Αν εγώ σωθώ από τον θάνατον, φονεύσης δε το παιδί μου, πώς θ' ανεχθή εύκολα τον θάνατον του ο πατέρας του; Αυτόν δεν τον εθεώρησεν άνανδρον η Τροία, όπως σε.

Νόμισε πως το ξύλο ανάμπαιζε τη θρησκεία του· τους παπάδες και το λαό, τα λιβάνια και τα λάβαρα, όλα τον αγέλαε. Του ήρθε να φωνάξη, να διαμαρτυρηθή. Είπε να χυθή απάνω του, να ταρπάξη από τα χέρια των παλληκαριών και να το ποδοκυλήση χάμου, μέσα στον κουρνιαχτό και τις καβαλίνες. Είπε· μα δεν έκαμε τίποτα. Τα πόδια του δε θέλησαν να πάνε μπροστά· τα χέρια του έμειναν κάτω κρεμασμένα.

Και πίσω από το αεροκάμωτο τείχος ετόξευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθή συφάμελος και να ταράξη τα σύμπαντα. Μα κ' εκείνες άρχισε να τις αισθάνεται η θάλασσα, τα πανιά μας να φουσκώνουν, να παίρνει δρόμο το πλεούμενο.

Να σου κι ο Κουρδουκέφαλος με το φουσάτο του· γιόμισαν οι ράχες· μπροστά τα κανόνια, πίσω ιππικόν του. — Δος μου το σπίτι να μη χυθή άδικα αίμα· μου ξαναλέγει. — Έλα ναν το πάρης τ' απαντώ, μολών λαβέ! — έτσι μίλαγαν οι πάποι μου.

Πόσαι πυράγραι είχον κατά καιρούς σφεγδονισθή κατά της κεφαλής του, πόσα ματσούκια είχον θραυσθή κατά της ράχεώς του, και πόσαι χύτραι ζέοντος ύδατος είχον χυθή επί το παχύ του τρίχωμα!

Και συ, του κόσμου χαλαστή, συ κεραυνέ, καταίβα, κτύπα να κάμης πλακωτήν της γης την στρογγυλάδα, και ράγισε της φύσεως και σπάσ' τα τα καλούπια, ώστε η ζύμη να χυθή και σπόρος να μη μείνη, και άνθρωπος αχάριστος να μη ξαναφυτρώση! ΓΕΛΩΤ. Τι φωνάζεις, παππού να πέση και άλλη βροχή ενώ γυρίζομεν έξω; Πήγαινε καλλίτερα μέσα να ζητήσης να σ' ευλογήσουν οι θυγατέρες σου.

Και τραγουδεί η Πεντάμορφη μέσα στον ύπνο της: «Όποιος μπορεί να περάση απ' τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού και να χυθή και να μ' αγκαλιάση σαν το φως του γαλαξία, αυτός είναι δικός μου». Την ώρα που λιγοθυμάει το φως στα νυσταγμένα τα λουλούδια, ήλθε ο μάγος, ο λεβέντης και φίλησε την Πεντάμορφη.

Πένα 'στη θανή μου ύμνους να μη γράψη, ούτε δάκρυ θέλω να χυθή κανένα, κι' ούτ' αυτός ακόμη θέλω να με κλάψη, που ελπίζει ψήφο νάχη κι' από 'μένα. Εις το Ουεστμίνστερ θέλω να με θάψουν, αλλ' αφού βεβαίως τούτο δεν θα γίνη, όπου σας αρέσει, τάφο ας μου σκάψουν, κι' όλη μου η δόξα κτήμα σας ας μείνη

Σας προλέγω ότι όταν θα χυθή το νερόν και θ' αποκαλυφθούν όσα μέλλω να είπω να μη περιμένετε τίποτε μέγα, άλλως, εάν σας απατήσουν αι ελπίδες σας, μόνον εαυτούς να αιτιάσθε.

Έξω αμέσως το σπαθί και συ, και προσποιήσου ότι υπερασπίζεσαι, και φύγε. Παραδόσου! Εις τον πατέρα μου εμπρός να έλθης! Φώτα! Φώτα! Καλόν θα είναι να χυθή ολίγον αίμα, ώστε ο πόλεμός μας να φανή φρικτότερος ακόμη. Αι! Είδα και χειρότερα να κάμνουν μεθυσμένοι διά παιγνίδι. Κράζει. Πιάστε τον! Βοήθεια! Πατέρα! Εισέρχεται ο ΓΛΟΣΤΕΡ και υπηρέται δαδούχοι. ΓΛΟΣΤ. Εδμόνδε ήλθα, έφθασα!