United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι θεοί να σε φυλάγουν, καλής μάνας υιέ, από τα βρωμοδαιμόνια. Ο καϋμένος ο τρελλός είχε πέντε δαιμόνια μέσα του, όλα μαζί και τα πέντε! Οι θεοί να σ' ευλογήσουν, αυθέντα! ΓΛΟΣΤ. Πάρε αυτό μου το πουγγί συ, εξευτελισμένε απ' την οργήν των ουρανών και την καταδρομήν των. Ας γίνη η δυστυχία μου ελάφρωσις 'δική σου. Αυτό να είναι πάντοτε, θεοί, το θέλημά σας!

ΕΔΓΑΡ Α! ο τρελλός κρυώνει! Δεν ημπορώ, δεν δύναμαι να προσποιούμαι πλέον! ΓΛΟΣΤ. Έλα εδώ εσύ, γυμνέ. Ας κρύπτωμαι ακόμη! Ω! Τα αιματωμένα σου 'μάτια! Οι θεοί να σου τα ευλογήσουν! ΓΛΟΣΤ. Ηξεύρεις τον δρόμον του Δούβρου; ΕΔΓΑΡ Ηξεύρω και τον δρόμον και το μονοπάτι, μέσ' από φραγαίς κ' επάνω από χανδάκια. Ο καϋμένος ο τρελλός από τρομάρα τα έχασε.

Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέαςτον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 και ως είναι ο δείπνος ποθητόςαυτόν 'πώχει ολημέρα δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανότο νειάμ' αλέτρι• με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».

Πώς τάχασε τα 'μάτια του; — Τέχνη κακή που είναι να κάμνη τις τον παλαβόν ενώπιον της λύπης! Κ' εις άλλους βάρος γίνεται και εις τον εαυτόν του. Να σ' ευλογήσουν οι θεοί! ΓΛΟΣΤ. Είν' ο γυμνός εκείνος; ΓΕΡΩΝ Μάλιστ', αυθέντα μου. ΓΛΟΣΤ. Λοιπόν φύγε και άφησέ με. Μιας ώρας δρόμον απ' εδώ ή δύο πρόφθασέ μαςτου Δούβρου την διεύθυνσιν.

Αν επιστρέψω ζωντανός, θα σε παρηγορήσω. ΓΛΟΣΤ. Να σ' ευλογήσουν οι θεοί! Καλέ μου γέρε, φύγε! Δος μου το χέρι σου! Ο Ληρ κατεστραμμένος είναι! Κ' εκείνος και η κόρη του αιχμάλωτοι κ' οι δύο.! Ω! σήκω, δος το χέρι σου! ΓΛΟΣΤ. Όχι. Εδώ θα μείνω. Μήπως κ' εδώ δεν ημπορεί κανένας να σαπίση; ΕΔΓ. Ο νους σου πάλιν ς' το κακόν!

Τα ό,τι είχα και δεν είχα επήγαν και μόλις εγλύτωσα την ζωήν μου. Είχα υπανδρευθή προ δέκα χρόνων κατά την συνήθειαν του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι απόχηρος, και άλλο καλλίτερον δεν ζητώ, παρά να πιάσω ολίγα χρήματα να έλθω εις την πατρίδα, αν προφθάσω τους γονείς μου να μ' ευλογήσουν. Και να μην έχουν παράπονον εις εμέ, διότι έτσι θέλει ο Θεός, και δεν ειμπορούμε εμείς να πάμε κόντρα.

Και συ, του κόσμου χαλαστή, συ κεραυνέ, καταίβα, κτύπα να κάμης πλακωτήν της γης την στρογγυλάδα, και ράγισε της φύσεως και σπάσ' τα τα καλούπια, ώστε η ζύμη να χυθή και σπόρος να μη μείνη, και άνθρωπος αχάριστος να μη ξαναφυτρώση! ΓΕΛΩΤ. Τι φωνάζεις, παππού να πέση και άλλη βροχή ενώ γυρίζομεν έξω; Πήγαινε καλλίτερα μέσα να ζητήσης να σ' ευλογήσουν οι θυγατέρες σου.

Ω! σπαθιά, φωτιά!...Σας έχει πληρωμένους! Διεφθαρμένε δικαστά, πώς άφησες να φύγη; ΕΔΓΑΡ Να ευλογήσουν οι θεοί τας πέντε σου αισθήσεις! ΚΕΝΤ Ω θλίψις! Κ' η υπομονή, αυθέντα μου, πού είναι, που εσυχνοκαυχήθηκες ποτέ να μη την χάσης; ΛΗΡ Να τα σκυλάκια! τα σκυλιά! Ιδέ τα, πώς γαυγίζουν! ΕΔΓΑΡ Τώρα να τα δώση κατακεφαλιαίς ο τρελλός. Έξω απ' εδώ, βρωμόσκυλα Εμπρός! δρόμον!