United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο φοβερός πόνος.

Οι «αδελφοί του», οι μαθηταί, δεν επίστευον τους λόγους της γυναικός και επειδή εκείνη έκλαιεν εκ χαράς, άλλοι μεν την επέπληττον, άλλοι δε εσκέπτοντο ότι η θλίψις είχε ταράξει τας αισθήσεις της, διότι έλεγε προς τούτοις ότι είχεν ιδεί τους αγγέλους, εκείνοι δε προσελθόντες εις τον τάφον εύρον αυτόν κενόν.

Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα. Εγώτι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη.

Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς του εκείνην την διήγησιν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είμαι φαυλότατος του κόσμου· το αισθάνομαι πλειότερον παντός άλλου. Τίνι τρόπω, ω Αντώνιε, ω μεταλλείον γενναιοδωρίας, ήθελες ανταμείψη καλυτέρας μου υπηρεσίας, αφού στέλλεις χρυσούν στέφανον εις την αισχράν διαγωγήν μου; Εξογκούται η καρδία μου και αν η θλίψις δεν κατασυντρίψη αυτήν, τρόπος ταχύτερος θα καταστρέψη την θλίψιν. Αλλά αισθάνομαι ότι θα επαρκέση η θλίψις.

Περιωρίσθη λοιπόν να του είπη: — Δεν τήνε θες, μα 'γώ τήνε θέλω· και σαν έρθη η γιώρα θα γενή ό,τι θέλω 'γώ. Ως τόσο κάνε ό,τι θες, μα να μη ξεχνάς πως είνε κι' άλλος μεγαλείτερος από σένα επαέ. Τον εστενοχώρει μόνον η θλίψις της Πηγής· και όταν την έβλεπεν ωχράν, αδυνατισμένην και μελαγχολικήν, αυτήν την άλλοτε τόσο γελαστήν, ζωηράν και ανοικτόκαρδην, ερράγιζεν η καρδιά του.

Με κλαύματα ερχόμεθατον κόσμον. Δεν το 'ξεύρεις; Από την πρώτην την στιγμήν που μυρισθή αέρα, βογκά και κλαίει το παιδί. — Να σου το εξηγήσω. Την διδαχήν μου άκουσε: ΓΛΟΣΤ. Αλλοίμονον! Τι θλίψις! ΛΗΡ Θρηνούμεν, όταν μας γεννούν διά τον λόγον, ότι με λύπην μας ερχόμεθα εις τούτο της μωρίας το θέατρον τ' απέραντον... Ω! τι ωραίος σκούφος!

Έρριξες το παιδί μου εις την φωτιάν, έδωσες την θυγατέρα μου μιας σκύλλας, και με όλον που ήτον μεγάλη η θλίψις μου, εγώ δεν σου ωμίλησα, αλλ' ούτε σου έδειξα πως μου εκακοφάνη· μα ετούτο που μου έκαμες τώρα δεν ημπορεί να είνε άλλο, παρά μία επιβουλή της ζωής μου και της τιμής μου, και μου είνε αδύνατον που να μη παραπονεθώ.

Η θλίψις διά την απελπισίαν της υγείας του, και διά το αδύνατον της ιατρείας του, επροξένησεν εις όλην την αυλήν μεγαλωτάτην σύγχυσιν και θλίψιν· όθεν ευθύς έκαμαν να παύσουν όλες οι ηδονές και ξεφάντωσες, που εγίνονταν εις το βασίλειον. Η βασιλοπούλα δεν ηθέλησε να υπάγη εις το λουτρόν, αλλ' ούτε να δώση πλέον ακρόασιν εις ιστορίας.

Αλλά δεν τον εξαπατά εισέτι η φαντασία του και γνωρίζει ότι το όραμα εκείνο είναι της εξημμένης κεφαλής του πλάσμα. Βαθμηδόν όμως οι ρεμβασμοί του μεταβάλλονται εις παράνοιαν, η δε θλίψις του εις παραφροσύνην, και τότε είναι ώριμος διά πλήρη φρεναπάτην.