United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμμή ο φιλάνθρωπος και πολυέλεος Κύριος, οπού προείπε διά την εκκλησίαν του ότι Πύλαι Άδου δεν ήτον βολετόν να την καταπονέσουν, δεν ηθέλησε να κάμη τέτοιαν εγκατάλειψιν εις το πλάσμα του και ηυδόκησε να κατασυντρίψη τας Πύλας αυτάς του Άδου, από τας οποίας εξεράσθη ο παράφρων Γεμιστός και οι όμοιοί του κακόφρονες, και ηλευθέρωσε τον περιούσιον λαόν του από το κράτος των πονηρών δαιμόνων.

Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.

Και ικανοποιείτο η αδυναμία της διότι έβλεπεν αυτήν τόρα κατακειμένην εκεί εις το χώμα, άνευ ζωής, ραμφιζομένην υπό των γαλίων, ως τεμάχιον πέπονος. Εχαίρετο αμέτρως διά την ταπείνωσίν της εκείνην και την εξουθένωσιν, εκδικουμένη ούτω τα ίδια παθήματα. Εις στιγμήν δε παραφόρου πόθου προς εκδίκησιν, ηθέλησε να συμμεθέξη και αυτή του κακού κ' εβάδισε να την κατασυντρίψη υπό τους πόδας της.

Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς: — Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν. — Άααχ! Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους: — Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ το αίμα! Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Είμαι φαυλότατος του κόσμου· το αισθάνομαι πλειότερον παντός άλλου. Τίνι τρόπω, ω Αντώνιε, ω μεταλλείον γενναιοδωρίας, ήθελες ανταμείψη καλυτέρας μου υπηρεσίας, αφού στέλλεις χρυσούν στέφανον εις την αισχράν διαγωγήν μου; Εξογκούται η καρδία μου και αν η θλίψις δεν κατασυντρίψη αυτήν, τρόπος ταχύτερος θα καταστρέψη την θλίψιν. Αλλά αισθάνομαι ότι θα επαρκέση η θλίψις.

Ο άνθρωπος έρμαιον της ιδίας αυτού αδυναμίας, ην οι μεν θεοί ονομάζουσι Μωρίαν οι δε θνητοί καλούσι Μοίραν κατ' αναγραμματισμόν ίσως, παρασύρεται υπό της ακαθέκτου φοράς των παθών, μέχρις ου ο κρημνός τον κατασυντρίψη ή η άβυσσος τον καταπίη και ούτως επανέλθη εις το μηδέν. Και τούτο θα ήτο το μέγιστον ευτύχημα.

Αν παρέβαινέ τις, έλεγον, την συμβουλήν αυτήν θα μετεμορφούτο ευθύς εις ζώον, όμοιον προς εκείνο από του οποίου το ίχνος θα έπινε. — Άμα πιης, εχαθήκαμε· προσέθηκεν η Μάρω. Ο Γιάννος παρετήρησεν επί μικρόν βλοσσυρώς την πλάκα εκείνην, την φέρουσαν την φοβεράν και αδιάγραπτον εκείνην ρήτραν και του ήρχετο να την κατασυντρίψη, να εκσπάση εις αυτήν όλην του την οργήν.

Ποια σε παίρνει, υπέλαβεν η Φλουρού. — Ποια με παίρνει! ανέκραξεν ο καθηγητής. Ποια με παίρνει! Πλήρης αγανακτήσεως διά την προσβλητικήν παρατήρησιν, ηθέλησε να κατασυντρίψη διά της ευγλωττίας του την γραίαν, αλλ' η απάθεια της έδεσε την γλώσσαν του. Εγερθείς ανήλθεν εις το δωμάτιόν του χωρίς να είπη τι επί πλέον.

Τα κουπιά σαν φτερούγες ψαριού ήγγιζαν το νερό, που υπεχώρει, το νερό, που τόσον εύκαμπτον και όμως τόσον ισχυρόν είναι, που έχει ράχην διά να φέρη επάνω του και φάρυγγα διά να καταπίνη, που ηπίως μειδιά, που αυτήν την μαλακότητα αλλά όμως και τον φόβον ενσταλλάζει, που είναι ικανόν να κατασυντρίψη.