United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αμπτούλ, αφού του έκαμε την απόκρισιν με κάθε ταπείνωσιν, τον έβαλε και εκάθισεν εις ένα χρυσό μαξιλάρι, και τον ερώτησεν από ποίον τόπον ήτο, και πού είναι κονεμένος. Ο Καλίφης του απεκρίθη πως ήτον πραγματευτής από το Μπαγδάτι, και πώς ήτο κονεμένος στο πρώτο χάνι του κάστρου.

Κύριε, απεκρίθη ο Αμπτούλ γεμάτος από ταπείνωσιν, εσύ έχεις βεβαίως αιτίαν να παραπονεθής από τον δυστυχή Αμπτούλ· κάνει χρεία, ότι κάποιον από όσα έκαμα δεν θα σου αρέση, και ζητείς να μου επιστρέψης τα δώρα, που σου έστειλα; Όχι, όχι απεκρίθη ο Καλίφης, μη γένοιτο αυτό, εγώ είμαι πολλά σκοτισμένος από τα ευγενικά σου καμώματα, και από τες δεξίωσές σου, και μάλιστα διά τα πολύτιμα δώρα σου, τα οποία υπερβαίνουν εκείνα των βασιλέων· και αν είχα την άδειαν διά να ειπώ εκείνο που στοχάζομαι, ήθελα σου ειπεί πώς πρέπει να μην είσαι τόσον ελεύθερος εις το να μοιράζης τον πλούτον σου· επειδή και πρέπει να στοχασθής ότι κάμνοντας έτσι εξ αποφάσεως πρέπει να τον ολιγοστεύης.

Εις την ταπείνωσιν εν πρώτοις· κατόπιν εις τον εξευτελισμόν· μετ' ολίγον εις την κοινήν περιφρόνησιν, και τέλος εις τα άρθρα του ποινικού νόμου.

Και ικανοποιείτο η αδυναμία της διότι έβλεπεν αυτήν τόρα κατακειμένην εκεί εις το χώμα, άνευ ζωής, ραμφιζομένην υπό των γαλίων, ως τεμάχιον πέπονος. Εχαίρετο αμέτρως διά την ταπείνωσίν της εκείνην και την εξουθένωσιν, εκδικουμένη ούτω τα ίδια παθήματα. Εις στιγμήν δε παραφόρου πόθου προς εκδίκησιν, ηθέλησε να συμμεθέξη και αυτή του κακού κ' εβάδισε να την κατασυντρίψη υπό τους πόδας της.

Ενώ δε διήρχοντο προ των πατέρων των κλαίουσαι και βοώσαι, οι μεν εβόων και έκλαιον βλέποντες την ταπείνωσιν των τέκνων των, ο δε Ψαμμήνιτος, μολονότι είδε και εγνώρισε την θυγατέρα του, ουδέν άλλο έπραξεν ή να ταπεινώση τα βλέμματα του προς την γην.

Ήλθε να διδάξη ότι ο Θεός δεν ήτο ιδέα αφηρημένη, πόρρω αφεστώσα και συγχεομένη εις το κυανούν, αλλ' ήτο ο Πατήρ πάντων, «εν ω ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», και ότι δεν αρέσκεται εις ολοκαυτώματα και θυσίας, αλλ' εις έλεον και δικαιοσύνην και αγάπην και ταπείνωσιν.

Αλλ' εκείνος την υπακοήν του εκείνην και ταπείνωσιν εκλαβών ως ηλιθιότητα, τω επέβαλε να λαξεύη τον βράχον τον απρόσιτον, και να κατασκευάζη με την γλυπτικήν σμίλην βαθμίδας επί της ανωφερούς πέτρας, προς εύκολον ανάβασιν των προσκυνητών και έδρανα προς αναψυχήν των.

Και ας μη νομίζωμεν άλλο τι παρά ότι οι Λακεδαιμόνιοι, αποβλέποντες εις την ταπείνωσιν την οποίαν έλαβαν, δεν σκέπτονται ειμή πως να μας περιπλέξουν ακόμη και σήμερον, εάν δύνανται, και να αποπλύνουν την ιδίαν των ατιμίαν· τοσούτω μάλλον όσω πλέον από κάθε άλλο και ανέκαθεν θηρεύουν φήμην ανδρείας.

Ο Μανώλης υπεχώρησεν από την δευτέραν έφοδον με δύο αντίθετα αισθήματα· με υπερηφάνειαν εφήβου όστις πρώτην φοράν ανεκάλυπτεν εις το θάρρος του τον άνδρα, και με ταπείνωσιν ανδρός όστις ήκουε να τον υβρίζουν και να τον προκαλούν, χωρίς να δύναται να κλείση το στόμα του υβριστού.

Κατά την επομένην εκκλησίαν ο Νικίας, με όλην την απάτην εις την οποίαν είχαν περιπέση οι Λακεδαιμόνιοι και αυτός ο ίδιος, αναγκάσας αυτούς να μη ομολογήσουν ότι ήλθαν με πάσαν πληρεξουσιότητα, παρέστησεν ότι ήτο προτιμότερον να γίνουν φίλοι των Λακεδαιμονίων, να αναβάλουν τας μετά των Αργείων διαπραγματεύσεις και να στείλουν ακόμη πρέσβεις εις τους Λακεδαιμονίους διά να μάθουν τι διανοούνται, λέγων ότι ο πόλεμος ανεβλήθη προς το συμφέρον των Αθηναίων και ταπείνωσιν των Λακεδαιμονίων, ότι την ευδαιμονίαν εκείνην την οποίαν είχαν έπρεπε να την διατηρήσουν όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις δυστυχίαν, είχαν μέγιστον συμφέρον να αρχίσουν τον αγώνα όσον το δυνατόν ταχύτερον.