United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, ω εύμορφη Κατηγέ είπεν ο γέρων, εγώ δεν θέλω ποτέ σε βιάσει, σου το τάσσω με τον όρκον μου, και εις κανένα πράγμα δε θέλω σου αντισταθή, που να μην είνε της ορέξεώς σου και θέλεις είσαι νοκοκυρά εις ό,τι έχω, και το περισσότερον οπόταν σε ιδώ πως η θεωρία μου σε ενοχλεί σου τάσσω πως να ξεμακρύνω από λόγου σου διά να μην έχεις αιτίαν να παραπονεθής απ' εμένα.

Και αφού η τύχη σου η σκληρή Τη σήμερο σε υστερεί τα πρώτα δώρα, Μικροί, μεγάλοι αρχινάν Τελείως να σ' αλησμονάν, να μη σε ξέρουν. Σε ταύτο ως πράμμα φανερό, Να ειπώ το όχι, δεν μπορώ. μόνε σου λέγω, Πώς έχεις άδικο πολύ Να δείχνεις κάκητας χολή κατά του κόσμου. Καλοστοχάσου το, κι' ευθύς Σωστά θα πληροφορηθής, πως οχ την τύχη, Να παραπονεθής μπορείς, Οπού σε άφηκε χωρίς χρυσό σαμάρι.

Τι ημπορώ να κάμω, απεκρίθη η Κατηγέ, που δεν ημπορώ να υπερβώ το μίσος της καρδίας μου, που εσυνέλαβα δι' αυτήν την μορφήν που έχεις; Ημπορείς του λόγου σου να παραπονεθής εις εμέ, εξαναείπεν ο Δαλήν, αναστενάζοντας μεγάλως· αυτή η μορφή μου έγινε φυσική, διατί δεν ελπίζω σαν είνε έτσι να λάβω ποτέ την πρώτην μου.

Κύριε, απεκρίθη ο Αμπτούλ γεμάτος από ταπείνωσιν, εσύ έχεις βεβαίως αιτίαν να παραπονεθής από τον δυστυχή Αμπτούλ· κάνει χρεία, ότι κάποιον από όσα έκαμα δεν θα σου αρέση, και ζητείς να μου επιστρέψης τα δώρα, που σου έστειλα; Όχι, όχι απεκρίθη ο Καλίφης, μη γένοιτο αυτό, εγώ είμαι πολλά σκοτισμένος από τα ευγενικά σου καμώματα, και από τες δεξίωσές σου, και μάλιστα διά τα πολύτιμα δώρα σου, τα οποία υπερβαίνουν εκείνα των βασιλέων· και αν είχα την άδειαν διά να ειπώ εκείνο που στοχάζομαι, ήθελα σου ειπεί πώς πρέπει να μην είσαι τόσον ελεύθερος εις το να μοιράζης τον πλούτον σου· επειδή και πρέπει να στοχασθής ότι κάμνοντας έτσι εξ αποφάσεως πρέπει να τον ολιγοστεύης.

Κάτι μου κρύπτεις, Μάσιγγα! — είπον τότε θερμώς και τρυφερώς ατενίσας τους ταπεινωμένους της κόρης οφθαλμούς. Μου κρύπτεις κάτι, το οποίον όμως εγώ γνωρίζω πλέον, και είμαι τόσω μάλλον ευδαίμων. — Αλήθεια; — ανέκραξεν η κόρη διαπορούσα. — Και πώς το γνωρίζεις: Ε! τότε λοιπόν, τόσον το καλλίτερον! Δεν θα παραπονεθής κατ' εμού διότι δεν σου το είπα.

Μη μου παραπονεθής έπειτα για ό,τι γίνη. Στρηφογυρνούσε το κορμί με πόνο εκεί που την κρατούσα κ' έπειτα από μια στιγμή έπεσε σε μακρή λιποθυμία. Την ξάπλωσα στον καναπέ κι όλα όσα είπε μου φαινόντανε σαν όνειρο παράλογο. Έστεκα ώρα εκεί και την κοίταζα, όσο που άκουσα πως η αναπνοή της έγινε κανονική και βεβαιώθηκα πως κοιμάται. Τότε της έβαλα ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι και τη σκέπασα.