Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Στεκόμαστε στο διάδρομο, οι δυο γιατροί άφωνοι και σοβαροί, η γυναίκα μου με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό τους, σα να νόμιζε πως δεν είχανε προφέρει ακόμα την τελευταία λέξη. Τους κοίταζα όλους, κ' ενώ αγκάλιασα τη μέση της γυναίκας μου και θέλησα να τη σύρω κοντά μου, παρατήρησα πως η συμπονετική όψη του φίλου μας, του γιατρού του σπιτιού μας, έτρεμε σπασμωδικά.
Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές αποκάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βράχους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μιλούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα.
Κι όταν ήρθα στο μικρό λευκοχρισμένο σπίτι μας, έξω στην άκρη άκρη του δυτικού ακρωτηριού, μακριά από τις άλλες ανθρώπινες κατοικίες, τότε είδα πρώτη φορά τη θάλασσα. Στάθηκα πολλή ώρα και κοίταζα έξω αυτήν την θάλασσα, που κατώρθωσα να τη φτάσω τέλος.
Και ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Άνθρωποι μωροί, που δε νοιώθουνε τίποτε. Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε. Έμεινα άφωνος κοντά της και την κοίταζα. Είχε ξαναπάρει σχεδόν την ίδια έκφραση που είχε όταν είταν κόρη και για πρώτη φορά την είδα να κοιμάται ακόμα, όταν ξύπνησα.
Αν τον κοίταζα, έβαζε το δάχτυλο στο στόμα κ' έλεγε «Σστ!» με μιαν έκφραση στο πρόσωπο, που έδειχνε πως γνώριζε τη δύναμή της και ταυτόχρονα τόσο αθώα, ώστε άφινα την πέννα χωρίς να θέλω. Αν όμως δεν τον κοίταζα, τότε ερχότανε σιγά σιγά στο τραπέζι κ' έστεκε κοντά μου. Μπορούσε να στέκη πολλή ώρα υπομονετικά εκεί· κι όταν είχα τη δύναμη να κάνω πως δεν τον ένοιωσα, έφευγε πάλι τόσο σιγά όπως ήρθε.
Είτανε κιόλα πολύ δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο είχε να πη περσότερα στον άλλον. Κι όταν, αφού τους κοίταζα αρκετά, μου ερχότανε η επιθυμία και πήγαινα μαζί τους, ο Σβεν γινότανε ζηλιάρης και σούφρωνε το μικρό κόκκινο στοματάκι τόσο που η μαμά έπρεπε να τον μαλλώνη για τον τρόπο του και να του λέη πόσο καλός είναι ο μπαμπάς. Αυτό δεν το αναγνώριζε μ' ευχαρίστηση ο Σβεν.
Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρόνια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξης τα κόκκαλά σου με τα δικά μας!»
Είταν πίσω το περιβόλι, κ' έρχουνταν η Λέλα σαν τον ήλιο κι ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Ποιος, ποιος να μην τη λατρέψη: Άμα φάνηκε, της έδωσα τη ζωή μου. Να της το πω, να την πάρω, να την αρπάξω, να φύγω, να την έχω γυναίκα μου, δική μου, να είναι δική μου όλη μέρα. Την κοίταζα και της φώναζε μέσα μου η ψυχή μου· Εσύ είσαι η μόνη που θαγαπήσω. Η μόνη! η μόνη! ακούς!
Στριφογύρισε λίγο σαν σβούρα με το χέρι στο σβέρκο και έπεσε μακριά από το μέρος όπου μου είχε επιτεθεί…. Πίστεψα πως το έκανε επίτηδες…. Περίμενα…. περίμενα… να σηκωθεί…. Έπειτα μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας….. αλλά δεν μπορούσα να το κουνήσω από τη θέση μου…. Νόμιζα πάντα πως το έκανε στα ψέματα….. Και κοίταζα… κοίταζα… Έτσι πέρασε πολλή ώρα.
Με τα είκοσί της τα χρόνια, έμοιαζε ακόμη παιδί, τρυφερό είκοσι χρονώ παιδάκι, και σα μεγαλήτερή της φαίνουνταν η Ελένη. Η Λέλα βάσανα δεν είχε, η Λέλα δεν πονούσε, δεν της έμελε για τίποτις εκεινής, και στο τραπέζι, κάθε μέρα, η Ελένη αντίκρυ στον πατέρα, εγώ αντίκρυ της Λέλας, την κοίταζα κ' η καρδιά μου πετούσε να μπη μέσα στην καρδιά της. Πώς την αγαπούσα! Κορμί και ψυχή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν