United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μήτε σηκώνει άλλη ξήγηση· α σήκωνε άλλη ξήγηση, δε θα πεισμάτωνε εναντίον του κανονισμού εκείνου ο Πάπας ο Λεόντιος Πρώτος. Μα γιατί λοιπό δεν έπεσαν αμέσως τα πρωτεία της Ρώμης, θα πήτε, άμα έπεσε ο υστερνός της Αυτοκράτορας στα 476; Έπεσαν τα πρωτεία, και δεν έπεσαν. Ορίστε που τριανταπέντε χρόνια μήτε πρωτεία μήτε δευτερεία δεν της αναγνώριζε ο Πατριάρχης, καθώς και κατόπι πολλές φορές.

Είτανε κιόλα πολύ δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο είχε να πη περσότερα στον άλλον. Κι όταν, αφού τους κοίταζα αρκετά, μου ερχότανε η επιθυμία και πήγαινα μαζί τους, ο Σβεν γινότανε ζηλιάρης και σούφρωνε το μικρό κόκκινο στοματάκι τόσο που η μαμά έπρεπε να τον μαλλώνη για τον τρόπο του και να του λέη πόσο καλός είναι ο μπαμπάς. Αυτό δεν το αναγνώριζε μ' ευχαρίστηση ο Σβεν.

Αναγνώριζε ότι δεν είχε πλέον δικαίωμα να συνεπαίρνη στην κακοτυχιά του ξένη περιουσία, με βάσανα και ίδρωτα αποχτημένη και ξένη ζωή πολυάκριβη. Όμως αυτό ήταν η μεγαλήτερη δυστυχία του. Ήρθε κ' εψυχομαράθηκε· εσούρωσε σαν τον Άρειο. Άρχισε ν' αποφεύγη όχι πλέον τους ξένους αλλά και τους δικούς του.

Το άδραχνε τέλος νικητής στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν' ακούση τον γλυκό λόγο του κ' έναν έπαινο. Μα εκείνος σκυθρωπός, κρύος τον εδεχόταν σαν ν' αναγνώριζε τίποτα το κατόρθωμά του και δεν έβγαζεν από τα χείλη του παρά χολή το βρισίδι: — Κεραταΐμκερατά!

Ως που να πλακώση το χιόνι φουντάρομε στα Καβάκια. Κ' εσυμπέρανε πάλι με την αυστηρή φωνή του: — Ντροπή μας! Αλήθεια ήταν ντροπή μας· το αναγνώριζε και ίδιος ο καπετάν Θύμιος. Γαλαζειδιώτες εμείς και να δειλιάσουμε στο πρώτο φύσημα! Μήπως είμαστε τάχα μοναχοί μας.

Ο Έφις τις αναγνώριζε όλες αυτές τις φιγούρες, τις άκουγε που μιλούσαν, καταλάβαινε ότι ήταν ζωντανές και πραγματικές∙ και όμως είχε την εντύπωση ότι ονειρευόταν : ήταν φιγούρες του ονείρου της ζωής. Ήταν ο παπάς, ήταν ο Μιλέζος, ήταν ο Τσουαναντόνι, ήταν οι υπηρέτριες του ντον Πρέντου και ο ίδιος ο ντον Πρέντου και η Νοέμι.

Δεν επαραπονιόταν όμως γιατί αναγνώριζε το δίκαιό τους. Ήξευρε πως ο ναύτης έχει νόμο την πρόληψη. Ό,τι τον εφούρκιζε και τον απέλπιζε ήταν η τύχη του. Μ' εκείνη επάλαιβε νυχτόημερα στον ύπνο και τον ξύπνο του. Και ο ίδιος επίστεψε πως κάτι κακό εγεννήθηκε στην πλάσι μαζί με τη γέννησί του και τον ακολουθούσε τόρα θαλασσινό στοιχειό, εκδικητικό και παντοδύναμο στα ταξείδια του.

Τα παιδιά του δεν ήταν ικανά για να κρατήσουν την κληρονομιά. Θα έμενε φυσικά στον καλήτερο και το δυνατώτερο. Καλήτερος ήταν ο Ευμορφόπουλος και το αναγνώριζε. Μα έλεγε πως ήταν δυνατώτερος ο Πέτρος κ' ήθελε να παλαίψη στήθος με στήθος μαζί του. Αν κατώρθωνε να τον ξετοπίση, το απέραντο χτήμα θα ήταν όλο δικό του. Και για να τα καταφέρη δεν πισωδρομούσε στο τίποτα.

Περπατούσαν πάντα με μικρά διαλείμματα, σταματώντας στις στάνες, όπου ο τυφλός κατάφερνε να τον ακούνε οι βοσκοί, που φαίνεται ότι τους αναγνώριζε «από τη μυρωδιά», όπως έλεγε, διηγούμενος τα πιο συγκινητικά επεισόδια από την Παλαιά Διαθήκη στους απλοϊκούς και τους θεοφοβούμενους, καθώς και εκείνα που η κακή τους ερμηνεία τους έδινε μια γεύση σκανδάλου για τους νέους και τους ακόλαστους.