Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Άφινε ελεύθερη τη σκέψη του και τη ζωή του σ' ένα μονάχα προσέχοντας κ' ελπίζοντας: Στη φλόγα τη θαυματουργή που έκλεισε μέσα του η φύση. — Τα λόγια σου είνε μεγάλα και σύμφωνα με την καταγωγή σου· του είπε. Βέβαια το παρελθόν όσο και αν είνε ένδοξο δεν ωφελεί τίποτα σε κείνον που περιφρονεί το παρόν και λησμονεί το μέλλον.

Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο εξωτικών, την οποίαν μου την εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, και αν είναι με το θέλημά σου θέλω την διηγηθή.

Βασίλισσα μου, εγώ έχω έναν σκλάβον Αράπην, τον οποίον τον ανάθρεψα παιδιόθεν και τώρα αυτός έχει δύο χρόνους που είνε παραλυτικός, και κανένας ιατρός δεν εδυνήθη να τον ιατρεύση, όμως δεν ηξεύρω το αίτιον, από τι του προήλθεν· όθεν τον έφερα εις τα ποδάρια της βασιλείας σου ελπίζοντας να τον ιδώ ιατρευμένον δι ανάπαυσίν μου.

Τόσον φθάνει, εξαναείπεν η Κεριστάνη, εγώ αναπαύομαι επάνω εις τον όρκον σου, ελπίζοντας ότι κάθε λογής πράγμα, που εγώ είμαι διά να κάμω εμπρός εις τα μάτια σου, να φυλάξης σιωπήν, και να μη μιλήσης τίποτε επειδή και οι εξωτικοί δεν κάνουν κανένα πράγμα χωρίς στοχασμόν· και ανίσως καμμίαν φοράν θέλεις με ιδεί να κάμω πράγμα, που να σου φανή αστόχαστον, πες με τον εαυτόν σου, αυτή δεν εργάζεται με τέτοιον τρόπον χωρίς δικαιολόγημα.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σ’ εκάλεσα όχι ελπίζοντας μωρολογίες, αλλοιώς δεν θενά πάταγες εις το παλάτι. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τέτοιος εγώ εγεννήθηκα: μωρός για σένα, μα συνετός για τους γονείς που σ’ έχουν κάμει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για ποιους γονείς; ποιος μ’ έκαμεν απ’ τους ανθρώπους; ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Η μέρα τούτη θα σε φάη, που θενά δείξη ποιος σ’ έκαμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αινιγματώδη, σκοτεινά λόγια, μου λέγεις.

Καθείς διίσχυρίζεται Και ισχυρογνωμάει, ..................... ..................... Ο άρρωστος κοιτάζοντας. Νιστέρια, γιατρικά, Και ακούωντας τα λόγια τους πολύ προσεκτικά· Ελπίζοντας, φοβούμενος, σε ταραχή πολλή, Κι' αγώνα μβήκεν άσωστο, οπού τον ωφελεί. Διατί η αγανάκτησι του προξενάει μ' ορμή, Πολύν και πλούσιον ίδρωτα απ' όλο το κορμί.

Ο Τραντάφυλλος όμως όχι· αυτός έλπιζε πάντα πως θά τονε χαρή τον κόσμο, κ' ελπίζοντας τη χαίρουνταν τη ζωή του. Βαριά, σκοτεινά, κι ατέλειωτα τα χρόνια εκείνα, κι ως τόσο περνούσαν. Και μην έχοντας η καρδιά του μήτε της αγάπης τα γλέντια μήτε της συντροφιάς τα καλά σε κείνο το Τουρκοχώρι, κρυφοσπαρταρούσε κατάβαθα για τις χαρές που θαρθούνε μια μέρα, κ' έτσι περνούσε ο καιρός.

— Τ' είπες, μωρέ; το ρώτησε ο Αριστόδημος ελπίζοντας να ακούση διαφορετική απάντηση. — Ο Δημητράκης μ' έστειλε να σου ειπώ: η κυρά Πανώρια πέθανε... η μάννα σου, λέει, πέθανε. — Πότε; — Ψες βράδυ... κοντά στο σούρουπο.. . — Αλήθεια; — Να, μα το σταυρό! Έσκυψε, έκαμε δυο βήματα μέσα, άρπαξε με τα χέρια το κεφάλι και ρίχτηκε στο κρεββάτι βογγώντας. Το χωριατόπουλο άνοιξε τόσα τα μάτια του.

Εμπρός εις την πόρταν ήταν ένας μαυροπίνακας με τις τιμές του χαρτιού, και οι σιδηρόδρομοι ήτανε σημειωμένοι δραχμές εκατόν δέκα πέντε! Έμεινα ασβολωμένος. Ούτε το μισό της τιμής που τους είχα πάρη προ δυο μήνες! Αρώτησα ένα μεσίτη, ελπίζοντας ακόμη πως μ' εγέλασαν τα μάτια μου ή πως είναι στον πίνακα λάθος. «Δεν είνε, μου είπε, λάθος, μόνον είνε η χθεσινή των τιμή.

Το άδραχνε τέλος νικητής στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν' ακούση τον γλυκό λόγο του κ' έναν έπαινο. Μα εκείνος σκυθρωπός, κρύος τον εδεχόταν σαν ν' αναγνώριζε τίποτα το κατόρθωμά του και δεν έβγαζεν από τα χείλη του παρά χολή το βρισίδι: — Κεραταΐμκερατά!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν