United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όμως και τα λόγια σου, μαζί κ' εσένα, τώρα μ' αυτό εδώ μου το σπαθί ς' τον δρόμον θα σας στείλω όπου δεν έχει γυρισμόν! Η σάλπιγξ ας λαλήση! Μάχονται. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ελέησέ τον! Άφες τον! ΓΟΝΕΡ. Σ' επρόδωσαν, Εδμόνδε. Δεν είχες χρέος μ' άγνωστον εχθρόν να πολεμήσης. Σ' εγέλασαν, σ' επρόδωσαν! Δεν είσαι νικημένος!

Εις ταύτην την προσταγήν εγέλασαν οι αξιωματικοί. Ο βασιλεύς θυμωθείς διά την αυθάδειάν τους, ήτο έτοιμος να τους παιδεύση, αλλ' επρόλαβαν ευθύς· κραταιότατε βασιλεύ, παρακαλούμεν την βασιλείαν σου να μας συμπαθήσης.

Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας· άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· «Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· 360 αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι, να καταιβήτην αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει».

Ο Γιαννιός έκραξε με πραείαν φωνήν: — Μη φοβήσθε κορίτσια, δεν είμαστε στοιχειά. Κ' έπειτα σεις από στοιχειά θα είσθε μαθημένες να βλέπετε 'δώ κάτω. Τα τρία κοράσια εγέλασαν οξύν αργυρόηχον γέλωτα, όπως γελούν η Νεράιδες. — Εδώ έρχεσθε και παίρνετε νερό; είπεν ο Νικολός. Δεν έχει νερό κάτω στο μύλο; — Έχει, μα δεν της αρέσει της μαννούς μας, είπεν η μία, η μεγαλυτέρα εκ των τριών.

Όλοι εγέλασαν προς το σκηνικόν τούτο του κραιπαλώντος, αλλ' ο Μανώλης τον ανεκάλεσεν·Έλα δω, κουμπάρε! Ο Γιάννης της Χρυσάφους, επιστρέψας, εστάθη ενώπιον του Μανώλη. — Εις τους ορισμούς σου, κουμπάρε. — Θέλω, είπε, να μας δώσετε απόδειξιν αναμφισβήτητον της πίστεώς σας εις τα δύο κόμματα. — Τι απόδειξιν;

Νομίζετε λοιπόν, είπα εγώ, ότι με ξόρκια και με εξωτερικά κρεμαστάρια δύναται να παύση ένα κακόν, το οποίον υπάρχει εντός του σώματος; Εγέλασαν δι' αυτούς μου τους λόγους, και ήτο φανερόν ότι μ' εθεώρουν πολύ ανόητον, διότι δεν ανεγνώριζα πράγματα τόσον πασιφανή, τα οποία κανείς με τον κοινόν νουν δεν ηδύνατο ν' αρνηθή.

Το λέμε, απήντησεν ο καμπούρης, &οι οκτώ δεμένοι ουραγγουτάγκοι,& και είναι αλήθεια ένα παιγνίδι πολύ ευχάριστον όταν ξεύρουν να το παίξουν. — Αυτό είναι δουλειά μας, είπεν ο βασιληάς, σηκώνοντας και χαμηλώνοντας τα φρύδια. — Το ευχάριστον εις το παιγνίδι, συνέχισεν ο Χοπ-Φρωγκ, σύγκειται εις τον τρόμον που προξενεί εις τας γυναίκας. — Τέλεια, εγέλασαν εν χορώ ο βασιλεύς και οι υπουργοί του.

Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320 και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω, οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει• την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε, αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325 εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα• «Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι• εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρροςάνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330 ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο; κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου, και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335 και από το δώμα διώξη σετο αίμα βουτημένον».

Αυτά δε τα λέγω και διά σε, Αγάθων, διά να μην εξαπατάσαι υπό τούτου, αλλά να πάρης μάθημα από τα ιδικά μας παθήματα και φυλαχθής, και μην αφήσης ωσάν νήπιον να πάθης πρώτα κ' έπειτα να μάθης κατά την παροιμίαν. Αυτά είπεν ο Αλκιβιάδης, όλοι δε εγέλασαν διά την παρρησίαν αυτού και διότι εφαίνετο ερωτικώς ακόμη διακείμενος προς τον Σωκράτη.

Οι Αθηναίοι εγέλασαν ολίγον διά την κουφότητα των λόγων τούτων, αλλ' οι φρόνιμοι εχάρησαν σκεφθέντες ότι εκ των δύο αγαθών ήθελον επιτύχει το έν ή θα απηλλάσσοντο του Κλέωνος, το οποίον ήτο πιθανώτερον, ή, εν εναντία περιπτώσει, θα εκράτουν τους Λακεδαιμονίους υπό την εξουσίαν των.