United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΛΒ. Πω να το κρένης πρώτα ορέ = π' ούναι Κρητίκα να το φέρνης κι' εκείνο ορέ. ΣΤΡΑΤ. — Μέσα, μέσα...... ΑΛΒ. Άστο, ορέ! μην το τραβάςαλλά μπελάβερσι. ΣΚΗΝΗ Ις'. ΑΝΑΤ. Γλυτώσαμε, γλυτώσαμε, πιάσανε Αρβανίτη νάτο φέρανε χάψι και εκείνο. ΧΙΟΣ. Έφεραν τονε του διαβόντρο το γυιό; ΑΝΑΤ. Νάτος, νάτος κύταξε μάτγιά του=σαν αζτζιζμένη κάτα γιαλίζουλεσακίν να μην τονε λαλήση κανείς.

Πολλάκις, ως ανωτέρω ανέφερα, έδειξε τον όφιν εις τους προσερχομένους, όχι όμως ολόκληρον, αλλά μόνον την ουράν και το άλλο σώμα, την δε κεφαλήν εκράτει αθέατον εντός του κόλπου του, θελήσας δε και περισσότερον να καταπλήξη το πλήθος, υπέσχετο να κάμη τον θεόν και να λαλήση και να δίδη χρησμούς χωρίς την μεσολάβησιν του προφήτου.

«Όπου έτρωγε στην πείνα της τα μαύρα τα παιδιά της». Βεβαιόνουν πολλοί κυνηγοί, ότι ηύραν αλεπού να τρώη στην πείνα της τα μικρά της. Ο Λαός πιστεύει πολύ αυτή την αφιλοστοργία της αλεπούς. Αν λαλήση η κουκκουβάγια σε κατοικημένο σπίτι, θάνατος κι’ ερημιά θα το επακολουθήση. Είναι πολύ απαίσιο το λάλημα του μπούφου στα μαύρα τα σκοτάδια, μέσα στα σύδεντρα και στα λακκώματα.

Πρώτη φορά που αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη στον κόπο μου και ανταπόδοσι. Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς και άνθη για να λαλήση, «ευχαριστώ» να μου ειπή που το εδούλευα.

Ο παστός του χοίρου στάζει, σβύν' ανάβει τη φωτιά. Α! και πήρε να χαράζη, πιάστε την, μωρέ παιδιά, την Γρηά, τη Γρηά! Πριν ο πετεινός λαλήση, α! να μπούμε ς' τα χωριά! Γέρω-Σκάλικο! να μας ζήση, σε καλό μας, βρε παιδιά, η Γρηά, η Γρηά! Μερικά πράγματα αληθώς είνε αλλόκοτα. Αν ήτο άλλος, βεβαίως θα παρεφρόνει.

ΒΑΓΚΟΣ Πόσον να θέλη απ' εδώτο Φόρες;... Ω! Τι είναι αυτά τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα; Δεν 'μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα! Τι είσθε; Ζήτε; Άνθρωπος 'μπορεί να σας λαλήση; Αποκριθήτε! Φαίνεσθε ωσάν να μ' εννοήτε, διότι αναιβάζετε η κάθε μια συγχρόνως το ξεραμένο δάκτυλοτα μαραμένα χείλη. Αν έλειπαν τα γένεια σας θα έλεγα ότ' είσθε γυναίκες!

Όχι, δεν το κόπτω, είπε το άλλο. Θα στολίση το κλουβί. Και έβαλαν τα παιδιά μέσα εις το κλουβί το χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον. Αλλά το πουλάκι έκλαιε την ελευθερίαν του, και εκτυπούσε με τα πτερά του τα σύρματα της φυλακής του. Το δε χαμόμηλον ήθελε να το παρηγορήση, άλλα δεν είχε φωνήν να λαλήση. Και επέρασεν ώρα πολλή και ενύκτωνε. — Δεν έχω νερόν! είπεν η κίχλα.

Η Αϊμά εσίγησεν. Αλλ' όμως το βλέμμα αυτής εξέφραζεν απορίαν. — Και δύναμαι ν' αποδείξω τούτο. Ζήτησόν μου τι επιθυμείς, και θα ίδης αν είμαι πρόθυμος να σοι το παραχωρήσω. Η Αϊμά δεν ετόλμα να λαλήση. Ο φιλόσοφος έβλεπε τον δισταγμόν της διά μέσου των βλεφαρίδων της, αίτινες εσκέπαζον τους τεταπεινωμένους αυτής οφθαλμούς. — Είνε αδύνατον να μη επιθυμής τι, επανέλαβεν ο Πλήθων.

Ο Βασιλεύς που δεν είχεν ακούσει ακόμη τινά να τραγουδήση έτσι νόστιμα και γλυκά, ομοίως και να λαλήση με τόσην τελειότητα, του άρεσε τόσον, που μη ενθυμώντας πλέον πως έκανε τον σκλάβον, εφώναξεν από την ηδονήν του. Εσύ, Κυρά μου, με κάνεις να υπάγω εις έκστασιν. Ο Ισαάκ, πρώτος μου τραγουδιστής, ωνομασμένος εις διάφορα βασίλεια διά την φωνήν του, δεν είναι αρκετός να σε φθάση.

Περί το τελευταίον τούτο σχέδιον, εις ό ευαρεστότερον παραμένει αναπτερωθείσα φαντασία του Ιωάννου, ανακλαδούνται πολλαί άλλαι ιδέαι δευτερεύουσαι: προσφοραί τινες εις αγαθοεργά καταστήματαόχι πολύ μεγάλαι βέβαια, αλλ' αρκεταί ως τι να λαλήση περί αυτών ο τύπος· γεύματά τινα εις μερικούς φίλους ολίγα δώρα κατάλληλα εις πρόσωπα επιρροής και κοινωνικής σημασίας· και είς ή δύο χοροί τον χειμώναμε ορχήστραν, εννοείται, και με δείπνονκατά τους οποίους, τις οίδε, ημπορεί τέλος να τοποθετηθή και η Ασπασία του.