United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως χοροί και διασκεδάσεις είνε το μόνον πράγμα, περί του οποίον δύναταί τις σήμερον να λαλήση εν Αθήναις, αφ' ότου μας απεχαιρέτισεν ο δριμύς χειμών, όστις επάγονε μεν, είνε αληθές, τας ρίνας και τους δακτύλους μας, αλλά μας παρείχε τουλάχιστον ύλην ομιλίας.

Πρόσεξε και εις τον οκνηρόν· η αργία του είνε έν είδος ηδονής, και όταν ακόμη συνοδεύεται από τας αναποφεύκτους στενοχωρίας της. Μη επικαλεσθής ματαίως την ψυχράν λογικήν, όπου η ψυχή σου θα λαλήση ευγλώττως· δεν θα σε υπακούση. Εκ της χαράς του άλλου, προσθέτεις εις την λύπην σου λύπην και εκ της λύπης του άλλου, εις την λύπην σου χαράν.

Αναμφιβόλως ο κρούων, δεν έκρουε δι' ώτα ανθρώπου· έκρουε διά ν' ακουσθή από κάποιαν ψυχήν, ήτις ουδέποτε εις την ακοήν της απατάται, ήτις δεν έχει ανάγκην συλλαβών, λογικώς τοποθετημένων, ούτε ρυθμού, υπαγομένου εις κανόνας, όπως διεγερθή. Και ήρκεσεν είς αόριστος ήχος, όστις διά τους άλλους δεν θα έλεγε τίποτε, ίνα λαλήση εις την ψυχήν μου πολλά.

Εβιαζόταν να μάθη και τη δική του μοίρα, ν' ακούση του συρμάτου τη φωνή, αν θα λαλήση κλάγγασμα χαράς ή νεκροσήμασμα; Αλύπητα έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυοδυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο εμπρός στη θυρίδα κ' ερώτησε με ολότρεμη φωνή: — Για τον Αρχάγγελο... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα ; — Τίποτα· του άπαντα ξερά ο τηλεγραφητής.

Αλλ' όμως και τα λόγια σου, μαζί κ' εσένα, τώρα μ' αυτό εδώ μου το σπαθί ς' τον δρόμον θα σας στείλω όπου δεν έχει γυρισμόν! Η σάλπιγξ ας λαλήση! Μάχονται. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ελέησέ τον! Άφες τον! ΓΟΝΕΡ. Σ' επρόδωσαν, Εδμόνδε. Δεν είχες χρέος μ' άγνωστον εχθρόν να πολεμήσης. Σ' εγέλασαν, σ' επρόδωσαν! Δεν είσαι νικημένος!

Εκάθισεν επί λίθου αντικρύ το φρουρού και δεν εσάλευεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος ίστατο μακρόθεν εις το σκότος και δεν εσκέπτετο να πλησιάση. Ο φρουρός, ιδών την παράδοξον επιμονήν του Μάχτου, επλησίασε και τω είπε·Τι θέλεις; Δεν μου λες; Ο Μάχτος απεπειράθη να λαλήση, αλλά τα δάκρυα έπνιξαν την φωνήν του. Ο στρατιώτης τον ελυπήθη έτι μάλλον.

ΑΜΛΕΤΟΣ Του ωμιλήσετε σεις; ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ μάλιστα, Κύριε, αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη, σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση, όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι να λαλήση σφικτά, καιτην κραυγήν του εκείνο τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Παράδοξο πολύ.

Μου φαίνεται πως το καλλίτερο είναι να σε κρύψω εδώ την νύχτα, τώρα, πριν έλθη ο αφέντης μου. — Πού; — Κάτω, στο μικρό κατωγάκι, στο σοφά . . . ξέρεις; — Α! είπεν η Φραγκογιαννού, ως να της ήλθε μία ανάμνησις. — Και τα μεσάνυχτα, σαν λαλήση ταρνίθι . . . — Κοντά να φέξη, ό,τι ώρα νοιώσης . . . — Καλά! — Αν θέλης, σηκώνεσαι, και πας στο καλό, όπου σε φωτίση ο Θεός.

Εδώ είναι που θα βάλη το έθνος το πιο γλυκόφωνό του παιδί να λαλήση και να του ξηγήση τι λεν αυτά τα γαλάζια τα βουνά γύρω, αυτοί οι κάμποι, αυτές οι πέτρες! πού να τη βρούμε τώρα τέτοια δύναμη και φωνή! Από πού να φανερωθή τέτοιος θείος Μεσσίας, κι αν φανερωθή, σε τι γλώσσα να μας λαλήση, και ποιο Θεό να λατρέψη!