United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τι ακούς; — Κάτι τρέχει. — Τι είνε; — Ο αφέντης εσηκώθη. — Και τι κάνει; — Δεν ξέρω. — Σηκώσου να ιδής. — Νυστάζω, μάννα. — Α, τεμπέλη. — Όλη μέρα δούλευα. — Δεν λαγκεύει η καρδιά σου; — Διά τι πράγμα; — Δι' αυτό που γίνεται. — Τι με μέλει; — Σηκώσου ν' ανάψης τον λύχνο. — Τι να τον κάμης τον λύχνο; — Διά να ιδούμε τι είνε. — Δεν 'μπορούμε να ιδούμε και δίχως λύχνο;

Ο σκλάβος μου απεκρίθη πως ο αφέντης μου διά την ώραν δεν ημπορεί να σου δώση ακρόασιν, με το να είναι αντάμα με μίαν νέαν κόρην που ξεφαντώνουν.

Κι' αφτός με καλοδέχτηκε, και μούδειξε μια αγάπη 480 σάμπως πατέρας π' αγαπάει παιδί του χαϊδεμένο, μοναχογιό του και πολλών χτημάτων κληρονόμο· και μούδωκε πολλά χωριά, με πλούτισε, και πέρα στα σύνορα έκατσα της Φτιας, αφέντης των Δολόπων.

Οι πέτρες επλάσθηκαν για να πελεκιούνται και για να κάμνομε πύργους· έτσι ο Αφέντης έχει ένα υπερβολικά ωραίον πύργο: ο μεγαλύτερος βαρώνος της επαρχίας οφείλει νάχει την καλύτερη κατσίκα· και επειδή τα γουρούνια έγειναν για να τρώγονται, τρώμε χοιρινό κρέας όλον το χρόνο. Συνεπώς, εκείνοι, που παραδέχονται, πως όλα είναι καλά, είπαν μια ανοησία· έπρεπε να πουν, πως όλα είναι καλύτερα!

Τρόμαξε τότε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος, αίμα σαν είδε μελανό οχ την πληγή να τρέχει· τρόμαξε ακόμα κι' ο γερός παλικαράς Μενέλας. 150 Όμως σαν είδε τ' άντερο απ' όξω και τ' αγκίδια, μέσα η καρδιά συνέφερε στα στήθια πίσω πάλι.

Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ' απ' το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά-σιγά ο παραγυιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγυιός. «Το περίμενες ποτέ σουΤου λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν' ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι' άλλος κατεβαίνει». Ως που κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τακούς;

Τότες του λέει ο φυλαχτής αφέντης γιος του Δία «Τώρα καρδιά! τι τέτιο δες βοηθό οχ την Ίδα ο Δίας να σε προσέχει σούστειλε και δίπλα σου να στέκει, 255 το Φοίβο εμένα, φυλαχτή του Δία γιο, που πάντα κι' εσένα σώζω ως σήμερα και τ' ορθωμένο κάστρο.

Τότε του εκόλλησεν είς φοβερός αλήτης, ο Μαλακίας λεγόμενος, όστις εξεμεταλλεύθη την αδυναμίαν του αυτήν, και του υπεδείκνυεν αμυθήτους θησαυρούς, εις διαφόρους αιγιαλούς, εις πολλάς ακτάς, και άλλας τοποθεσίας. Toν επήρε σύντροφον εις την «Επτάλοφον», αλλ' αυτός εις ολίγον καιρόν του έγεινεν αφέντης. Ο Γιαννιός εδούλευε δι' αυτόν.

Έτεινε την χείρα προς τον ιερέα. Είτα επήρε το τσιμπούκι του, και απήλθεν ορμητικός. Άκουσε τι σου λέει ο αφέντης σου, έλεγεν η γρηά Αρετή, η Δημητράκαινα, προς τον υιόν της, τον πρωτότοκον Αγάλλον. — Έδωκα τον λόγο μου στον παπά-Ζαχαρία, επανέλαβε πολλάκις ο κυρ Δημητράκης. — Κ' εγώ είχα ρίξει το μάτι μου στην κόρη της Γκλεξίτσας, στη Σκόπελο, επέμενεν άκαμπτος ο Αγάλλος.

Έχεις δίκαιον. — Και ο αφέντης πού είνε; ηρώτησεν ο Πρωτόγυφτος. — Προ μιας ώρας ανεχώρησε διά την Σπάρτην. — Λοιπόν θα υπάγης και συ εκεί; — Αύριον πρωί. — Ναι, αλλά φύγε απ' εδώ να μη σε ιδή. Ο άνθρωπος εξελθών, εστράφη περί τον βράχον, και απεμακρύνθη ταχέως. Ο Γύφτος επανήλθε προς την Αϊμάν και τη είπε·Πάμε, κόρη μου. — Μας δέχονται; ηρώτησεν η νέα. — Μας δέχονται. Είνε καλοί άνθρωποι.