Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025


Δε μου λες, Μανωλιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν' αυτό πακούστηκε πως σελογοστέσανε με το Πηγιό; — Κατέω κ' εγώ; απήντησεν ο Μανώλης. — Κιαμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει τόχετε ... Δε λέω, καλή κοπελιά 'νε η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ' έτσα αφέντης σου να δώση λόγο. — Κιαμέ να την αφήση να την πάρη ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανώλης.

Τι κι' αν αρνιέμαι κι' αν ζητώ αμπόδια να σου βάλω, 55 τι κατορθώνω πούσαι εσύ πολύ πιο δυνατός μου; Όμως δεν πρέπει να χαθεί μήτε ο δικός μου ο κόπος, τι είμαι θεά μαθές κι' εγώ, ίδια μαζί σου φύτρα, και πιο ολωνώνε σεβαστή γεννήθηκα απ' τον Κρόνο, κι' ως πρώτη γέννα κι' επειδής με λεν δικό σου τέρι, 60 εσένα π' όλων των θεών είσαι οριστής κι' αφέντης.

Δεν επέρασαν τρεις ημέρες κ' έπεσε στο κρεβάτι χτυπημένη από κρυφή και άσχημη αρρώστια. Τρέχουν αμέσως οι διαλαλητάδες ολούθε, σε Μωριά και Ρούμελη, στα Δωδεκάνησα και τα Φραγγονήσα, στην Πόλη και τη Βενετία διαλαλούν και λένε: — Όποιος γιατρός βρεθή και γιατρέψη τη Μπεοπούλα του Φαρακλού να τον ντύση στο μάλαμα ο Μπέης ο αφέντης της και στ' ασημάρματα ο Μωσά Μπαρδούνιας ο άντρας της!...

Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Διομήδη, θρέμμα του Τυδιά, μυριάκριβό μου αδρέφι σύντροφο αν θέλεις, διάλεξεπάρε όπιον θες ατός σου235 τον πιο άξιο απ' όσους πρόβαλαν, τι αποθυμούν πολλοί τους. Μα εσύ, από σέβας τάχατες, τον πιο καλό μη θέλεις ν' αφίσεις, και χειρότερο διαλέξεις, μήτε τήρα φύτρα ή γενιά κι' αν είναι τος πιο βασιλιάς μεγάλος

Ο Αράπης αφέντης του είχεν ένα μικρό παιδί εις την σαρμανίτσαν, το οποίον το αγαπούοε τόσον αυτός ωσάν και η μητέρα του καταπολλά.

Μον άσ' την τώρα εσύ τη νια στο Φοίβο, κι' οι Αργίτες διπλά θα σ'τα πλερώσουμε και τρίδιπλα αν ο Δίας φέρει έτσι και κουρσέψουμε κάνα άλλο πλούσιο κάστροΤότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 130 «Μη δα εσύ πούσαι γνωστικός, θεόμορφε Αχιλέα, καμώνεσαι έτσι, κι' έφκολα δε με γελάς, δεν πείθεις.

ΧΟΡΟΣ Ξένε μου, ο Ξούθος είν' ακόμα μέσ' στον ναό• δεν πέρασε τον τόπο αυτόν να βγη• μα στάσου, κρότον άκουσα. . .. η πύλες σαν ν' ανοίγουν κάποιος να βγη. . .. Νά, κύτταξε, που ο αφέντης βγαίνει. ΞΟΥΘΟΣ Χαίρε, παιδί μου• ναν' αυτός πρώτος μου λόγος πρέπει. ΙΩΝ Εγώ χαρούμενος, και συ σοφός, έτσι κ' οι δυο μας ευτυχισμένοι θα' μαστε.

Τι εγώ είμαι ο Φουσκομάγουλος εκείνος, που τιμιούμαι 65 Οχ τους Μπακάκους Βασιλιάς, και αφέντης τους λογιούμαι, Υγιός Λασπά του Βασιλιά, της Νεροθρόνας γέννα, Και κληρονόμος των γονιών, που μ' έκαμαν εμένα, Οχ της αγάπης τον καϋμό ερωτολαβομένοι, Στου Ηριδανού του ποταμού της όχταις ενομένοι. 70 Αλλά κ' εσύ μου φαίνεσαι σαν άξιος και αντριομένος, Και δείχνεις να είσαι Βασιλιάς με γνώσι προικισμένος.

Μα τάδε εκεί ο αφέντης τους ο Πολυδάμας πρώτος κι' έτρεξε ναν τα πιάσει έφτύς. Και τότες στον Αστύνο 455 τάδωκε, στου Πρωτιά το γιο, και τούπε και ξανάπε νάχει τα μάτια τέσσερα κι' αλάργα να μη στέκει· κι' ο ίδιος πάει τους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι.

Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθέν της, απ' το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε. Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν