Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025
— Τα μυστήρια είνε, πώς να σου πω; κάτι πράγματα και φερσίματα κρυφά, οπού δεν είνε διά να τα βλέπουν ξένα μάτια. — Και αυτήν την δουλειά κάνει ο αφέντης σου; — Ναι. Και μαζεύει και άλλον κόσμον. Έχει μαθητάς. — Πολλούς; — Παραπολλούς. Και αυτοί είνε τα πρώτα ονόματα. Οι πλέον γραμματισμένοι της χώρας. Όλοι οι άρχοντες, όλοι οι πρόκριτοι, όλοι οι λογιώτατοι είνε με το μέρος του.
Η πολύχρονη σκλαβιά άφησε απάνω του θλιβερή, άγγιχτη σφραγίδα. Ελευθερώθηκε η γις, αλλά σκλάβοι απόμειναν οι χωρικοί και τα χωριά τους. Ο αφέντης άλλαξε, αλλ' ο δούλος απόμεινε ο ίδιος, όπως και προτήτερα.
Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ήρθε να ρωτήση για την παράσταση .. . Πάει να πη δηλαδή πως ο αφέντης.... Η ψιλή κουβέντα πούχανε στήσει ψες το βράδυ κάτω στα μπάνια δε μου πολυάρεσε. Αμ' η άλλη; Τι θα γίνη με την άλλη; Ο Θεός να βάλη το χέρι του. Καλά έλεγα εγώ να φύγουμε μίαν ώραν αρχήτερα από δωπέρα. ΔΩΡΑ — Εσύ είσαι εδώ Μπάρμπ-Αργύρη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ, κοκώνα μου. ΔΩΡΑ — Πού είναι ο Μπαμπάς;
— Φάτε, πιέτε, κοιμηθήτε, του είπε, και η παναγία της Ατόσσας, και ο αφέντης μας ο Άης-Αντώνης της Πάδοβας, και ο αφέντης μας ο Άγιος Ιάκωβος της Κομποστέλλας ας σας προστατέψουν. Θα ξανάρθω αύριο. Ο Αγαθούλης πάντα απορώντας για τα όσα είδε, όσα υπέφερε, και ακόμα περισσότερο για το σπλάχνος της γρηάς, θέλησε να της φιλήση το χέρι. — Δεν είναι το δικό μου χέρι που πρέπει να φιλήσετε, του είπε.
Είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου και να που έχω σκοτώσει ως τώρα τρεις ανθρώπους· και μέσα σ' αυτούς τους τρεις οι δύο είναι παπάδες. Ο Κακαμπός, που φύλαγε σκοπός στην είσοδο της φυλλωσιάς έτρεξε μέσα. — Δε μας μένει άλλο από το να πουλήσουμε ακριβά τη ζωή μας, τούπε ο αφέντης του. Θα μπούνε, χωρίς αμφιβολία, στη φυλλωσιά· πρέπει να πεθάνουμε με τα όπλα στο χέρι.
Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει, Αφορμής και σε γνωρίζει, Σαν οκνόν και ακαμάτη, Σε ραβδίζει από κομμάτι· Όθεν είσαι αναγκασμένος, Σα σε ταύτα μαθημένος, Να περνάς σε ησυχία Δίχως άλλη σου υποψία. Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους. Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέν, τα σημαδεύουν.
Κανείς δεν έρχεται να τον προστατέψη· κανείς δεν τολμά να κράξη στον αμείλικτο βλάμη του: φτάνει! Κ' εκείνος παντοδύναμος αφέντης εκεί μέσα, τρέχει αψύς από πρύμη σε πλώρη, δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το κατάρτι, απλώνει το πανί, λύνει πρυμόσχοινα.
Όσο άγονη όμως κι αν αποδείχτηκε η στάση του Νίκα, όσο άγρια ξέσπασε, και βάρβαρα κόρωσε κι άξαφνα σβέστηκε σ' έξη μέρες μέσα, καθώς κάθε αχαλίνωτος λαϊκός σηκωμός, έμεινε πάντα και θα μείνη μνημείο της ζωής και της ανεξαρτησίας του Βυζαντινού του λαού, λαού που όσο και ναγαπούσε να κυβερνιέται από ένανε δυνατόγνωμο αυτοκράτορα, όσο και να μην πήγαινε ο νους του σε δημοκρατικά συστήματα, όταν όμως του αψηφούσαν τα δικαιώματά του αγρίευε και σα θεριό σηκωνότανε να τους μάθη τους βασιλιάδες του πως αυτός είταν ο αληθινός ο αφέντης, αφού αυτός τους διάλεγε και τις πιώτερες φορές από τα σπλάχνα του μέσα, και τους έδινε την κορώνα.
Και τώρα φέβγω! τι πολύ πιο βολετό να σύρω καλιά μου με τους λόχους μου, τι αψήφιστος νομίζω 170 εδώ πως δε θα μάσω βιος και θησαβρό μεγάλο.» Τότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Ώρα καλή σου αν σ' έπιασε πόθος να πας!
Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας... — Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμος — αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ' τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω, φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια; Η κοπέλλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί. — Θεός σχωρέσ' τονε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν