United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είχεν ιδεί τον Μούρον, αλλ' ήτο βεβαία ότι αυτός θα ετράπη κατά την διεύθυνσιν την αντίθετον ης αυτή έλεγε, κατά τα Κοτρώνια, άνωθεν της οικίας, προς ανατολάς, εκεί όπου ήτον μαθημένος απ' τα μικρά του χρόνια να κυνηγά της κουκουβάγιες. Οι δύο άνδρες απήλθαν δρομαίοι. Ο είς φεύγων έρριψε τελευταίαν φιλύποπτον βλέμμα οπίσω διά της ημιανοικτής θύρας. Η Χαδούλα έκλεισε την θύραν.

Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι. Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελλί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι' ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμώτανε πάντα. — Και είμαι κι' ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνης όμως; Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε. Μπήκανε στην εκκλησιά.

Ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος. Ναυτικός άνθρωπος, γεμιτζής τόσα χρόνια, μαθημένος στο πέλαγο, στην απλοχωριά, ψημένος στις φουρτούνες, στενόκαρδος πάντα στη στερηά και στα βάσανα του κόσμου, τι την ήθελε την ιερωσύνη; Να παλαίβη με τη δυστυχία του κόσμου, να ζη με τα βάσανα της κακομοιριάς, να παραστέκεται στις συμφορές των ανθρώπων, να βλέπη την Κόλασι μπροστά του μέρα και νύχτα, στη ζωή και στο θάνατο.

Ο σκοπός είναι ίσια ίσια να διακρίνη ποιος από τους δυο είναι ο ντόπιος τύπος και ποιος είναι ο ξένος. Άμα κάμη αφτή τη σημαντική διάκριση, θα καταλάβη που ένας από τους δυο τύπους είναι ο σωστός και που ο άλλος είναι μαθημένος απ' αλλού . Άμα είναι έτσι, κ' η γλώσσα του χωρικού δεν είναι πια χωρική γλώσσα· καταντά και κείνη γλώσσα κοινή.

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτι με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Μόνε ξέρω κι' απεικάζω, Πως με δίκιο ανησυχάζω. Γιατί οι αθρώποι εσάς σας έχουν, 1135 Στης δουλιαίς τους να προσέχουν, Και στη ράχη σας να φέρουν Όσα βάρη μεταφέρουν. Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει, 1140 Αφορμής και σε γνωρίζει, Σαν οκνόν και ακαμάτη, Σε ραβδίζει από κομμάτι· Όθεν είσαι αναγκασμένος, Σα σε ταύτα μαθημένος, Να περνάς σε ησυχία 1145 Δίχως άλλη σου υποψία.

Ο Μάλχος έγραψε στις μέρες του Αναστασίου. Αυτός είναι που μας δηγάται τα καμώματα τω δυο Θεοδορίχων. Κι' αυτός ρητορικά μαθημένος, μα της μπιστοσύνης και με ύφος καθάριο κι απλό. Μερικά τώρα και για τη φιλολογία του έχτου αιώνα, μαζεμένα από την ίδια πηγή που μας χρησίμεψε παραπάνω.

Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει, Αφορμής και σε γνωρίζει, Σαν οκνόν και ακαμάτη, Σε ραβδίζει από κομμάτι· Όθεν είσαι αναγκασμένος, Σα σε ταύτα μαθημένος, Να περνάς σε ησυχία Δίχως άλλη σου υποψία. Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους. Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέν, τα σημαδεύουν.