Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Εις τας λάμψεις της πρωίας διεκρίνοντο ως μελανοί όγκοι τα γρέκια των βλάχων, το έν μετά το άλλο κατά σειράν με τας καλύβας των κωνοειδείς, ως μεγάλας κυψέλας, τους ορνιθώνας και τα μανδριά των. Οι βλάχοι είχον ήδη εξυπνήσει με την ανατολήν του αυγερινού και ήρχισαν ν' αμέλγουν τα πρόβατά των.

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, Νάχω με τα βοσκόπουλα σε κάθε σκάρον γλέντι, Νάχω φλογέρα να λαλώ ν' αντιλαλούν οι κάμποι, Νάχω και κόρην ώμορφη στεφανωτήν μου νάχω, Να μου βοηθάητο σάλαγο, να μου βοηθάητα γρέκια, Κι' όντας θα τα σταλάζουμε τα δειλινάτους ίσκιους, 'Σ της ρεματιάς τη χλωρασιά μαζύ της να πλαγιάζω, Να με κοιμίζη με φιλιάτους δροσερούς της κόρφους.

Κι αν με λερώση ο κορνιαχτός κι' αν με μαυρίση ο ήλιος, Απάνου εκεί θα να νιφτώτο κρύο νερό της βρύσης, 'Στά γρέκιατα προσκάμνια μου θα γείρω ν' ανασάνω, Θα να βοηθήσω 'ς τ' άρμεγμα του γέρου μου πατέρα, Και σαν νυχτώσουν τα βουνά και πάη αυτόςτο σκάρο, Τ' αδράχτι, η δρούγα κι' ο αργαλειός μ' ακαρτερούν εμένα. Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.

Ρε, τον καϋμένον Κόγια! — Όξω βαβύζει ένα σκυλί — Ο Καραγκούνης είνε, Τον ξεχωρίζω απ' τη φωνή, σε γνώριμον βαβύζει. — Αλείψαταν με χαμαιλειό τον τσάρκο; — Και τα γρέκια. — Μην είνε ο Λούκας; — Δε μπορεί. — Θα νάναι ο Μπαρμπατόλιος. — Αλήθεια, πούνε ο γέροντας; Κ' έλεγα, ωρέ τι λείπειόλην αυτή τη συντροφιά κ' είν' έρμο το καλύβι· Για σήκου, Νάση, κύταξε.

Σα μπήκε στα Γιάννινα κ' είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτι με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος, κ' έχασκε σαν αλλαλιασμένος.

Διότι η μήτηρ της, από μικράν, είχε ποτίσει αυτήν, το φιδόχορτον, την λευκήν εκείνην, ως άλευρον κόνιν, ην επώλουν διερχόμενοι από τα γρέκια των πλάνητες φαρμακευταί και ήτις έχει την δύναμιν να κάμνη αβλαβή ως γάλα και το δριμύτερον φαρμάκι των.

Αφήκεν όμως αρκετόν διά τον Στάθην χώρον και το προσκέφαλόν του, με την μεταξωτήν προσκεφαλάδαν, το ανακαλούν τόσας αναμνήσεις της πρώτης εβδομάδος του γάμου της. Μέταξαν η Σμάλτω δεν είχεν εις την καλύβαν της, διότι ούτε χώρον ούτε καιρόν έχουν να καλλιεργήσουν αυτήν αι βλαχοπούλαι εις τα γρέκια των.

Εσύ καλά ήσουν μια βολά με τ' άστρα ερωτεμένη, Με τα ρουμάνια, τα βουνά, τους κάμπους, τες βρυσούλες, Με τα λουλούδια, τα πουλιά, τα γρέκια, τα γαλάρια, Με την ξανθούλα ανατολή, με το ροδάτο δύσμα, Με τούτη την Πεντάμορφη οπού τη λένε Πλάση.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν