United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζώα τετράποδα, είπε μεγαλόφωνα· ανίκανα και ψωμί να φάνε· μόνο προσευχές ξέρουνε. Αμέ οι παππάδες εκείνοι να θέλουν να γενούν 'γουμένοι! Μήτε να μιλήσουν δεν ξέρουν, όχι να διοικήσουν! Ο Μαλάκας ο Νεκτάριος που μόνο ταμπάκο ξέρει να ρουφά και ο χτηκιάρης ο Φίλιππος που και να μιλήση του δίνει κόπο. Όσο για τον καϋμένον τον Κύριλλο, αυτός είνε καλός και περνώ την ώρα μου μαζή του.

Τα μάτια έγειναν σαν αστραπή!. Τον καϋμένον διαβολάκον! τα μάτια του ήστραπτον περισσότερον παρά έλαμπον διότι το αποτέλεσμα του κρασιού εις τον διεγερμένον εγκέφαλον ήτο όχι μόνον έντονον, αλλά και απότομον. Αφήκε νευρικά την κούπα στο τραπέζι και επροχώρησε ανάμεσα από εκείνους που τον περιέβαλλον με ένα μάτι κατά το ήμισυ τρελλό.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Ευθύς τον φέρνω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Μόνος μου θα τρέξω εις το μνήμα. Η Ιουλιέτα ξυπνητή θα ήναι εις τρεις ώραις. Θα έχη εναντίον μου παράπονον μεγάλον, πως ο Ρωμαίος είδησιν ακόμη να μη λάβη. Αλλά θα στείλω γράμματα ‘ς την Μάντουαν και πάλιν, κ' έως να έλθη ο άνδρας της την κρύπτω ‘ς το κελλί μου. Καϋμένον πτώμα ζωντανόν, με τους νεκρούς θαμμένον!

Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα αυτάς. Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον των Πλούτωνα, που κοιμάται τόσον εύμορφα. — Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ό,τ' είπες, ορθόν είναι, ορθότατο· και, δίχως άλλαις περιστροφαίς, καλόν ευρίσκω τώρα να σφίξωμε τα χέρια και να χωρισθούμε, εσείς, οπού σας φέρνει ο πόθος και η φροντίδα· καθένας έχει πόθους, έχει και φροντίδαις, όποιαις και αν ήναι· ως προς εμέ τον καϋμένον, θα υπάγω να προσευχηθώ. ΟΡΑΤΙΟΣ Τούτα δεν είναι ειμή λόγια του ανέμου και γεμάτα ζάλην.

— 'Σάν να είχα κερδήσει εγώ, προσθέτει μετ' ολίγον, τον πρώτον λαχνόν. — Τον καϋμένον τον Τηλέμαχον! Έννοια σου, και θα πω εγώ του μπαμπά σου να σου δώση κάτι τι διά τα έκτακτά σου έξοδα. — Κ' εμένα, μαμάκα; ερωτά η την στιγμήν εκείνην ακριβώς εισερχομένη Ασπασία, δεν θα μου πέση τίποτε από ταις εκατόν;

Ούτοι ενόησαν τι εσήμαινεν η κραυγή ή ο κρότος αυτός. Ο είς εφώναξε προς τον γείτονά του·Ποιος να πάη, καπετάν-Στέργιο, να φωνάξη αυτόν τον Μήτρο, τον νειόγαμπρο; Δεν το βλέπω καλά το κόττερο. — Ποιος να πάη, καπετάν-Νικόλα! απήντησεν απαθής ο Στέργιος. — Αλοί-α στον καϋμένον τον Φραγκούλα! είπεν ο πρώτος ομιλήσας. Οι δύο ναυτικοί ήσαν με τα νυκτικά των.