United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στα όνειρά μου θάρχεσαι να ευφραίνης την ψυχή μου, γιατί κι' αυτό ευχαριστεί, στον ύπνο σου να βλέπης έστω και λίγο, μια στιγμή, εκείνον που αγαπούσες. Μ' αν είχα κ' εγώ χάρισμα, φωνή σαν του Ορφέως, την Περσεφόνην να μπορώ κ' εγώ να συγκινήσω ή και τον Πλούτωνα, γοργά θα έτρεχα στον Άδη και ούτε τον ψυχοπομπόν θα τρόμαζα, μα ούτε ο Κέρβερος θα μ' έκανε στον κόσμο να γυρίσω χωρίς εσένα.

Διά τούτο αγανακτήσαντες εζητήσαμεν άδειαν από τον Πλούτωνα, ο Χρύσιππος αυτός, ο Επίκουρος και ο Πλάτων εγώ και ο Αριστοτέλης εκείνος και αυτός που σιωπά ο Πυθαγόρας, ο Διογένης και όλοι όσους διέσυρες εις τα έργα σου. ΛΟΥΚ. Ανέπνευσα• διότι δεν θα με θανατώσετε εάν μάθετε ποία αισθήματα έθρεφα προς υμάς.

ΔΙΟΓ. Εννοώ• αντί του εαυτού του παρέδωκε σε εις τον Πλούτωνα και επομένως συ είσαι νεκρός αντί εκείνου. ΗΡ. Κάτι τοιούτον. ΔΙΟΓ. Αλλά δεν μου λες πώς ο Αιακός, ο οποίος είνε αυστηρός, δεν σε διέκρινε, αλλ' εδέχθη ένα ψεύτικον Ηρακλή; ΗΡ. Διότι η ομοιότης ήτο τελεία. ΔΙΟΓ. Πραγματικώς τόσον τελεία, ώστε είσαι ο ίδιος.

Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα αυτάς. Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον των Πλούτωνα, που κοιμάται τόσον εύμορφα. — Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.

Η θέα του καλού εκείνου ζώου, ασθμαίνοντος εκ του μακρού δρόμου, του σείοντος την ουράν και με ανθρώπινον βλέμμα ικετεύοντος να του ανοιχθή η θύρα της αιθούσης, όπου υπέθετεν ακόμη ευρισκόμενον τον αυθέντην του, δεν ίσχυσε να μαλάξη την λιθίνην του ζωοτόμου καρδίαν. Συλλαβών τον ανύποπτον Πλούτωνα και δέσας αυτόν επι της ανατομικής τραπέζης, ήρχισε να κρεουργή τάς σάρκας του ανηλεώς.

Ο σχοινοβάτης περιβαλών διά του βραχίονος την ουλότριχα κεφαλήν του πιστού συντρόφου του, εστήριζεν αυτήν εις την ιδικήν του, και ευθύς έπειτα ήρχισε της μαχαίρας και του πρίονος η εργασία. Οι εκ της οξΰτητος του πόνου στεναγμοί του ακρωτηριαζομένου ηρέθιζον τον Πλούτωνα, μη δυνάμενον να μαντεύση διά τίνα λόγον εβασάνιζαν τον αυθέντην του τόσον σκληρώς.

Ενώ εις τοιαύτην παρεδίδετο διασκέδασιν, επέστρεφεν ο Κάρλος εις το νοσοκομείον προς παραλαβήν της πενιχράς πατρικής κληρονομιάς, ήτοι δέματος θεατρικών ενδυμάτων. Ο εκ της μαχαίρας πόνος και η αίσθησις της προσεγγίσεως του νεαρού κυρίου του μετέδωκαν εις τον Πλούτωνα δυνάμεις ικανάς να συντρίψη τα δεσμά του και να προβάλη κάτωθεν της θύρας τον δασύμαλλον αυτού πόδα καταιματωμένον.

Τα άλλα είνε περιττόν να τα λέγω• όταν δε έφθασα εις το δικαστήριονπαρευρίσκοντο δε ο Αιακός, ο Χάρων, αι Μοίραι και αι Εριννύεςείδα τον Πλούτωνα να κάθηται ως βασιλεύς και να απαγγέλλη τα ονόματα εκείνων, οι οποίοι είχον ήδη συμπληρώσει τον καιρόν της ζωής των.

ΜΕΝ. Από 'κείνον που δεν έχει δεν μπορείς να πάρης τίποτε. ΧΑΡ. Και υπάρχει κανείς που να μην έχη ένα οβολόν; ΜΕΝ. Δεν ειξέρω τι έχουν οι άλλοι, εγώ ξέρω ότι δεν έχω. ΧΑΡ. Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, βρωμόσκυλον, αν δεν με πληρώσης. ΜΕΝ. Κ' εγώ θα σου σπάσω το κεφάλι με το ξύλο. ΧΑΡ. Ώστε δωρεάν έκαμες τόσο ταξείδι; ΜΕΝ. Θα σε πληρώση για μένα ο Ερμής, ο οποίος με παρέδωκε σε σένα.

Οπίσω οχ τ' αντικέφαλο το άρμα διαπερνάει: Στην κατοικά του Πλούτωνα γοργά τον προβοδάει· 500 Ο Κολοκύθας πιάνοντας σφιχτά του Τζικνογλύφη Οχ το ποδάρι το δεξί διο τρεις φοραίς το στρίφει· Τον κολοσέρει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του, Μες το νερό κρατόντας τον, ως να σβυστή η πνοή του.