United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαντάσου, λέγει ούτος απομάσσων τον ιδρώτα του, τι θα γείνη ο κόσμος μετά 500 έτη, ότε υπολογίζουν ότε θα εξαντληθούν οι γαιάνθρακες! Θα παύση πάσα διά του ατμού κίνησις, θα παύσουν οι σιδηρόδρομοι και ο κόσμος θα επανέλθη εις τα παλαιά μέσα της συγκοινωνίας και τα γαϊδουράκια. Τους λυπούμαι αυτούς που θα ζουν εκείνα τα χρόνια. — Δεν υπάρχει φόβος να εξαντληθή ποτέ η καύσιμος ύλη. — Γιατί;

Σε λίγο σίμωσε έπειτα στ' αρχοντικό τ' αντρός της, στου Έχτορα τ' αντροφονιά, και μέσα μαζωμένες βρήκε τις σκλάβες, κι' έπιασαν όλες μαζί το κλάμα. Σπίτι του ακόμα ζωντανό έτσι όλες τον θρηνούσαν· 500 και λέγανε απ' τον πόλεμο ξανά δε θα γυρίσει κι' απ' των οχτρών δε θα σωθεί τη λύσσα και τα χέρια.

Οπίσω οχ τ' αντικέφαλο το άρμα διαπερνάει: Στην κατοικά του Πλούτωνα γοργά τον προβοδάει· 500 Ο Κολοκύθας πιάνοντας σφιχτά του Τζικνογλύφη Οχ το ποδάρι το δεξί διο τρεις φοραίς το στρίφει· Τον κολοσέρει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του, Μες το νερό κρατόντας τον, ως να σβυστή η πνοή του.

Η δε πίεσις αύτη, επαναληφθείσα κατά το 1847, ηνάγκασε την Ελληνικήν Κυβέρνησιν να καταφύγη εις τον φιλέλληνα τραπεζίτην Εϋνάρδον, όστις έστερξε να προκαταβάλη 500,000 φράγκων, προς προσωρινήν κατεύνασιν των Αγγλικών απαιτήσεων . Προς τούτοις τη 18/30 Αυγούστου 1847 ο Κωλέττης δι' ανακοινώσεώς του προσεπάθησε να πείση τας Δυνάμεις, ότι η μη πληρωμή των τόκων του δανείου ωφείλετο εις τους βουλευτάς και γερουσιαστάς, οίτινες εν σώματι μεν προσεπάθουν να ελαττώσωσι τους φόρους, ατομικώς δε ηγωνίζοντο όπως αυξηθώσιν αι δαπάναι εν ταις ιδίαις αυτών επαρχίαις.

Με μια κι' οι διο μας μοίρα εσύ στην Τρία γεννήθηκες, στον πύργο του Πριάμου, κι' εγώ στη Φήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος, στ' Αητιού το πλούσιο αρχοντικό, που δόλιος δόλια εμένα 480 μικρή μ' ανάσταινε ... Αχ γιατί ποτές του να με κάνει; Στ' Άδη εσύ τώρα τη φωλιά κάτου απ' της γης τους κρύφτες μισέβεις, και σε θλιβερή μ' αφίνεις λύπη εμένα, έρμα νια χήρα· και μικρός ο γιος μας έτσι ακόμα που εγώ κι' εσύ γεννήσαμε... που πια καλό από σένα, 485 Έχτορα, δε θα δει αφού πας, μήτε κι' εσύ από κείνον .. . γόι το παιδάκι μου! που πριν στα γόνατά σου απάνου 500 μεδούλι μονάχα έτρωγε και τρυφερό θρεφτάρι, κι' η νύστα σα μου τόπιανε και ξέχναε τα παιχνίδια, τότες σε στρώμα μαλακό στην αγκαλιά την βάγιας κλιούσε τα μάτια με καρδιά κάθε αγαθό γιομάτη· έρμο όμως τώρα ολάρφανο πολλές θα πιει ίσως πίκρες, 505 ο Μοναφέντης που τον λεν όλοι, γυναίκες κι' άντρες, τι μόνος του διαφέντεβες το κάστρο εσύ, καλέ μου . . . εσύ π' αλάργα από γονιούς μπροστά σ' οχτρών καράβια σκουλήκια τώρα θα σε φαν, αφού χορτάσεις σκύλους γυμνός· και θα σου καίτουνται τα ρούχα μες στον πύργο, 510 ψιλά πανώρια, πούφτιασαν των γυναικώνε χέρια . . . Μα αφτά όλα θαν τα κάψω εγώ, αχ δίχως όφελός σου, που σάβανο σε νεκρική φωτιά δε θα σου γίνουν513

Δυστυχώς πολλοί φαλαγγίται δεν εφρόντισαν ν' ανταλλάξωσι τα εις αυτούς δοθέντα γραμμάτια αντί γαιών, αλλά πωλήσαντες αυτά αντί 25 και 30% της αξίας, και σπαταλήσαντες τα συλλεχθέντα, ταχέως περιέπεσον εις την εσχάτην ένδειαν . Τότε δε αντί να υποστώσι τα αντίποινα της ατασθαλίας των, ήγειραν νέας κατά του δημοσίου απαιτήσεις και έχοντες ισχυρούς πολιτικούς προστάτας, επέτυχον, πράγμα απίστευτον, νέαν αυτών κατάταξιν εις την Φάλαγγα, ης ο προϋπολογισμός ανήλθε και πάλιν από 400,000 εις σχεδόν 500,000 δραχμών .

Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον, και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου· τον οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα χέρια· λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που είνε 500 φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης μίαν χάριν.

Ολίγον δε μετά τον θάνατον του αγαθού εκείνου ανδρός υπεγράφετο υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως και των κληρονόμων αυτού σύμβασις, δι' ης το προς τον Όθωνα χρέος υπολογιζόμενον εις 4,500,000 ανεγνωρίζετο επισήμως.

Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· 500 Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε. Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο, Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο; Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας, 505 Ας σταθούμε επιζωής μας. Έτζι λέγοντας, φωτίζει· Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει Που τον είχαν αφημένο, Κι' απομνήσκει συγχυσμένο. 510

Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.