United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τον ίδιο τον γέρο πολλά λόγια δεν είχε η αρχόντισσα. Το χαμογέλοιο του εκείνο τηνε σκότωνε. Σαν καθίσανε στο πεζούλι και τα λέγανε, βγήκε κ' η Μαυρουδού με την κόρη της και καλωσόρισαν τους μουσαφιρέους. Έγειναν τανερωτήματα, είπε ο Παυλής τα μηνύματα της μετέρας του, πήρε κι ο γέρος την κόρη στα γόνατά του, ρωτώντες την αν το γνώριζε τόμορφο εκείνο ταγόρι.

Το Μοσχαδώ τρελλαίνεται για σένα», μου λέγανε η μια κ' η άλλη. Κάτι καταλάβαινα και μοναχός μου. Πάμε μια Κυριακή με τη γρηά να τους χαιρετίσωμε. «Έλα, Μοσχαδώ, μέσα», της λέει η μάννα της. «Δεν μπορώ, μάννα. Με πονάει το κεφάλι μου». — «Έλα που σου λέω». — «Δεν έρχομαι». Κακανογελούσε μέσα με ταδερφάκια της· τέτοιο πονοκέφαλο είχε.

Προσπαθούσαν όλοι να κάνουν το μόρτη, τον ξεδομένο στον κόσμο, και κανόνιζαν ανάλογα την ομιλία τους, και τις κίνησές τους. — Έχω νταλκά, λέγανε ταχτικά. — Είναι στο νταλκαδάκι του πάλι. — Του ξηγήθηκα λίγο αρμυρά σήμερα. — Όταν έμπαινες συ στη μαγκιά, εγώ έβγαινα απ' το κουρμπέτι., . Όσοι ναύτες ερχόντανε να σιάξουνε τα μαλλιά ή να ξουριστούνε τραβούσανε το διάβολό τους.

Γκρέμησε αυτός πλήθος λουτρά, εκκλησιές, σπίτια και τειχίσματα. Υπόφεραν κι άλλα μέρη τότες, καθώς η Νικομήδεια κ' η Βηρυτότο «στολίδι» της Φοινίκης, καθώς τη λέγανε. Δεν περνούνε δυο χρόνια και την ξανασαλεύει την Πρωτεύουσα καινούριος σεισμός. Και σ' άλλον πάλε σεισμό, του 558, έπεσε ο μεγάλος θόλος της Αγιά Σοφιάς καθώς σε λίγο θα δούμε.

Τα παιδιά αλλάζανε μαζί μου ματιές, που λέγανε καθαρά πως το αιστανόντανε κι αυτά όπως και γω, όσο τους το συχωρούσε η ηλικία, ματιές που μαρτυρούσανε πως υποφέρανε το ίδιο, αν και τους είταν αυτών ευκολότερο να διασκεδάζουνε τους στοχασμούς τους. Ο Σβάντε σηκωνότανε και χάδευε τη μαμά και δεν ένοιωθε τον εαυτό του πειραγμένον, που δεν κατώρθωνε να ξεσυννεφιάση το βλέμμα της.

Έκρυψε βαθιά το θησαυρό του και περίμενε μέρα με την ημέρα τον υγυιό του. Και καθεμέρα ρωτούσε για την πιστικιά, μήπως και μαρτύρησε το κλέψιμό της. Μα βέργες σιδερένιες της ματώνανε τα κρέατα, ξύδι κι' αψιθιά τηνέ ποτίζανε, μα το στόμα τηςλέγανε οι μαντατοφόροιμιλιά δεν έβγαλε ακόμα. Ένα πρωί, χαρά θεού, βούκινα και τούμπανα τράνταξαν τον αέρα. Το βασιλόπουλο γύριζε απ' τον πόλεμο.

Μια και δυο κίνησε και πήγε στο σπίτι της Μαχούλας της αδελφής του. Ο γαμπρός του, ο πρώτος μάστορης στη Σκιάθο. Ο Μαστρο- Γιαλής με τόνομα. Τα καλύτερα καράβια της Σκιάθος από τα χέρια του περάσανε — ο Μαστρο-Γιαλής με τα χρυσά τα χέρια. Η δόξα του στα πέλαγα τριγύριζε. Όταν λέγανε οι μαρνέροι, αγναντεύοντας στο πέλαγο, «σκιαθίτικο καράβι», κολλούσανε τα χείλια τους.

Καθεμέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων. — Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ' οι οχτροί μας. Λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί. — Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά. Λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.

Οι νέες γυναίκες λησμονούσαν τα δικά τους παιδιά και λέγανε πως ποτέ δεν είδαν τόσο ωραίο αγόρι, τα κορίτσια τον περνούσαν από τους βράχους χωρίς να τα παρακαλέση και παίζανε μαζί του. Ο Σβεν γύριζε αδιάκοπα στον ήλιο και μαύρισε και δυνάμωσε στον αέρα αυτόν, όπως ποτέ άλλη φορά.

Είταν ο στόλος 500 φορτηγά και καμιά κατοστή πολεμικάδρόμωνες τα λέγανεμε μια σειρά κουπιά και στεγασμένα. Είκοσι χιλιάδες ναύτες στα φορτηγά, και δυο χιλιάδες κωπηλάτες στα πολεμικά, πολίτες όλοι. Ο στρατός πάλε που πήγαινε μαζί τους, 10 χιλιάδες πεζοί, 5 χιλιάδες καβάλλα, ένας κ' ένας όλοι. Κι αρχηγός όλης της εκστρατείας ο Βελισάριος.