United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα θα μου πης, πώς ζούσε ο Μαστρο- Νικόλας. Ζούσε με το γλέντι και με τις νοστιμιές. Πλέρωνε ο κόσμος το κρασί του, νακούγη τα χωρατά του. Έγεινε ο Νικόλας ως τριάντα χρονών. Οι φίλοι του άρχισαν τότες να τον βαριούνται, γιατί βγήκε άλλος νοστιμώτερος στη μέση. Ξεθύμανε πια ο Μαστρο-Νικόλας. Μα ήξερε μερικά γράμματα, τον άκουγε κ' η φωνή του. Είχε και γένεια καλά. Είταν κι όμορφος.

Στις εκκλησιές χαρίσματα, στις ορφανές κοπέλλες προικιά, στους σακάτηδες μισθό κομμένο Πού θα πήγαινε η δουλειά; «Κράτα Μαστρο- Χαράλαμπε και για τα στερνά σου. Τα παιδιά σου συλλογίσου». Του λέγανε οι γνωστικοί. «Έχει ο Θεός. Ο Θεός είνε μεγάλος, έλεγ' εκείνος. Το καλό το βλέπει ο Θεός και το πληρώνει». Ώμορφα του το πλήρωσε. Με τον καιρό λιγοστέψανε οι δουλειές. Καράβια καινούργια τίποτε.

Μαστρο- Γιαλής και πάλε Μαστρο-Γιαλής. Άλλος μάστορης σαν αυτόν δε στάθηκε. Χρυσά χέρια. Άνθρωπο μονάχα δεν μπορούσε να σκαρώση με τα χέρια του. Ο Μοναχάκης μια και δυο στην αδελφή του. Τους βρήκε που τρώγανε ψωμί. Δεν ξέρανε τι να του κάνουν. Ο Μοναχάκης ο χαϊδεμμένος, ο Μοναχάκης «ο μικρός», όπως τον έλεγαν, ο Μοναχάκης ο καλόγνωμος! Θυσία τα πάντα για τον Μοναχάκη.

Μια και δυο κίνησε και πήγε στο σπίτι της Μαχούλας της αδελφής του. Ο γαμπρός του, ο πρώτος μάστορης στη Σκιάθο. Ο Μαστρο- Γιαλής με τόνομα. Τα καλύτερα καράβια της Σκιάθος από τα χέρια του περάσανε — ο Μαστρο-Γιαλής με τα χρυσά τα χέρια. Η δόξα του στα πέλαγα τριγύριζε. Όταν λέγανε οι μαρνέροι, αγναντεύοντας στο πέλαγο, «σκιαθίτικο καράβι», κολλούσανε τα χείλια τους.

Να! ακούς; καλοσύνεψε! είπε καγχάζων θριαμβευτικώς ο μάστρο- Πανάγος. — Σιώπα εσύ, δεν ξέρ'ς εσύ, ανέκραξεν ο Στεφανής. Εσύ ξέρ'ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αυτή είνε η στερνή δύναμι της φουρτούνας, είν' αέρας που ψ'χομαχάει. Αύριο θα μαλακώσ' ο καιρός, σας λέω εγώ! Μπορεί νάχουμε ακόμη και καμμιά μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα ημείς, από Σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε.

Πόσαις φοραίς εκεί ο Αλεξανδρής κουτσοπίνων υπέψαλε τα ωραιότερα τροπάρια εν μέσω εκλεκτής παρέας λογίων και συγγραφέων οπού τον εκαμάρωναν έκθαμβοι. Ενώ παρέκει ο μάστρο Θάνος ο σουβατζής εξετέλει ένα δυσκολώτατον στοίχημά του ενώπιον της παρέας του, καταιβάζων τον ρητινίτην εις τον λάρυγγα χωρίς να βρέξη το στόμα του. — Τι κρύα Χριστούγεννα! — Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα!