Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα. Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα.

Είχεν αρχίσει την εργασίαν του ο Νικόλας ο Κοψαχείλης, διά τρομακτικών φωνών διευθύνων τον ημίονόν του, κυλίοντα το μάρμαρον και συνάμα διά του σιδηρού πτύου ωθών υπ' αυτό τας ελαίας.

Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα. — Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη, παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το χέρι μου. Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.

Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα. Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα.

Μία δε χωρίς να την ερωτήσουν, είπεν από την βίαν της: «ήλθεν ο άις ΝικόλαςΚαι ήκουες μετ' ολίγον εις την αγοράν: — Ο πνιγμένος! Ήλθεν ο πνιγμένος! Πρώτη εξήλθε πτερωτή η γρηά το Μορφάκι και με τα βαρέα υποδήματα του υιού της δυσκολοπερπατούσα εφώναζεν από την αυλήν ακόμη: «Ήλθεν ο Νικολάκης», φέρουσα χαρμόσυνον είδησιν εις την κόρην της ότι θα εώρταζε πλέον το όνομα του υιού της.

Δος του πέντε φράγκα, Νικόλα, και πες του, τον ευχαριστούμεν. Μόλις εξήλθεν ο Νικόλας, και παρίσταται εις την θύραν του εστιατορίου άνθρωπός τις του λαού, χυδαίαν έχων την όψιν και τα κνήμας γυμνάς, κοντός δε και στενάς φορών αναξυρίδας μέχρι γονάτων, εφεστρίδα με διπλήν σειράν σφαιροειδών και θυσσανωτών κομβίων, και πέτασσον εκ πιλήματος άμορφον και αποτετριμμένον.

Ο καπετάν Νικόλας δεν ηύρε πέρσυ εδώτη Κεχρεά μία τζάρα γεμάτη φλωριά βενετικά κ' έφκιασε το καράβι; Άλλοι πάλιν τα ονειρεύονται εις τον ύπνον τους κ' έρχουνται νύχτα και σκάπτουν. Ο Γέρω-Διαμαντής δεν χάλασε όλα τα αρέα της Παναγίας-Ντομάν κ' εξερίζωσε της ρίζες των για ν' αύρη χρήματα, κρυμμένα; Αλλά πολλοί από αυτούς πεθαίνουν, γιατί τυχαίνει να είναι στοιχειωμένα.

Καθένας είχε το καρδιοχτύπι του ώστε να ιδή τον νεκρό μήπως ήταν παιδί, αδερφός, συγγενής, φίλος. Όλοι έτρεμαν από την αβεβαιότητα. Τέλος έφτασε και η μηχανή του Πίπιζα και πρώτος επήδησε στην αμμουδιά ο πατέρας σου. Ωιμέ το φριχτό θέαμα! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό κάτω από την αμασχάλη. Για το μελάτι ο πατέρας σου εσκότωσε τον αδερφό του.

Μα θα μου πης, πώς ζούσε ο Μαστρο- Νικόλας. Ζούσε με το γλέντι και με τις νοστιμιές. Πλέρωνε ο κόσμος το κρασί του, νακούγη τα χωρατά του. Έγεινε ο Νικόλας ως τριάντα χρονών. Οι φίλοι του άρχισαν τότες να τον βαριούνται, γιατί βγήκε άλλος νοστιμώτερος στη μέση. Ξεθύμανε πια ο Μαστρο-Νικόλας. Μα ήξερε μερικά γράμματα, τον άκουγε κ' η φωνή του. Είχε και γένεια καλά. Είταν κι όμορφος.

— Η κυρία έχει δίκαιον. Ένας τουλάχιστον από σας πρέπει να βγάλη την μάσκα του. — Αλλά ο αμαξάς μας . . . — Ο αμαξάς σας, ο αμαξάς σας! Πούν' τος αυτός ο αμαξάς σας; — Νικόλα! κραυγάζει τότε στεντόρειον από της κλίμακος είς των μετημφιεσμένων, έλα γρήγορα επάνω! Και μετά στιγμήν εμφανίζεται ο Νικόλας.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν