Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Αλλ' η προσέγγισίς του επέτεινε και την συγκίνησιν της Πηγής· εις δε την ταραχήν της εστράφη και αφού επέρασε τα πόδια της εις τις πατητήρες έπιασε την σαΐταν. Αλλά τα χέρια της έτρεμαν. Ο Μανώλης είχε σκύψει επ' αυτής και ησθάνθη θερμήν την πνοήν του επί του τραχήλου της. — Ψυχή μου, Πηγιό, ώμορφη πούσαι! εψιθύρισεν η φωνή του εγγύτατα εις την παρειάν της.

Δεν πειράζει, κόρη μου· δεν πειράζει· είπε η γερόντισσα με καλοκάγαθη φωνή· το ντύμα δεν τιμάει τον άνθρωπο. — Ο άνθρωπος τιμάει το ντύμα· το ξέρω. Και τα φτωχόρρουχα τα δικά μου θα γίνουν στο κορμί σου πουκάμισο της Παναγιάς. Βοηθούσε την κυρά Πανώρια στο άλλαγμα και τα χέρια της έτρεμαν από τη συγκίνηση.

— Α! όλα όσα ξέρω με βασανίζουν, κι' όλα όσα βλέπω. Κι' ο ουρανός αυτός με βασανίζει, κι' η θάλασσα και το σώμα μου κι' η ζωή μου. Έβαλε το χέρι της στον ώμο του Τριστάνου. Δάκρυα έσβυσαν της αστραπές των ματιών της. Τα χείλη της έτρεμαν. Εκείνος ξανάπε: — Φίλη, τι είναι λοιπόν αυτό που σας βασανίζει; — Η αγάπη για σένα! απάντησε. Τότε ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της.

Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές. Τα βήματα δεν ακούγονταν πια. Ο Έφις όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.

Το ίδιο οι Τρώες αντικρύ τραβιούνται οχ τη σκοτώστρα τη μάχη και τ' αλόγατα ξεζέβουν απ' τ' αμάξα, κι' όλοι ίσα παν στη συντυχιά πριν καν φροντίσουν δείπνο. 245 Όρθιοι έκαναν τη συντυχιά στο πόδι, ουδέ τολμούσε κανείς να κάτσει, τι έτρεμαν π' άξαφνα ο Αχιλέας βγήκε στον κάμπο, και καιρό σπαθί δεν είχε αγγίξει.

Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεούαναστέναξε, κοιτάζοντας τα χέρια του που ήταν μαυρισμένα και έτρεμαν. «Οι κυράδες σου είναι καλά; Δεν τις βλέπουμε πια, ούτε στην εκκλησία.» «Δεν πηγαίνουν ούτε στην εκκλησία, μετά τη συμφορά που τις βρήκε.» «Και ο ντον Τζατσίντο δε θα γυρίσει;» «Δε θα γυρίσει. Βρήκε δουλειά στο Νούορο» «Ναι, το αφεντικό μου τον είδε τώρα τελευταία.

Ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας η λύρα εγαύγιζε, κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν, ο δε χορός εμαίνετο. Τότε δε οι χορευταί εφαίνοντο ως μεγεθυνόμενοι εις γίγαντας των οποίων αι κεφαλαί ήγγιζαν σχεδόν την οροφήν. Οι πασαλίδες ανεταράσσοντο εις τας ζώνας των νέων και τα στήθη των χορευτριών έτρεμαν και εσπαρτάριζαν υπό τα μεταξωτά «στηθούρια».

Μια μέρα, στα μέσα Ιουνίου, ανέβηκε μέχρι το καλύβι του Έφις. Έκανε πολύ ζέστη και η κοιλάδα ήταν όλη κίτρινη κάτω από έναν ξεθωριασμένο γαλάζιο ουρανό. Ο υπηρέτης έπλεκε μια ψάθα στη σκιά των καλαμιών με δάχτυλα που έτρεμαν από τον πυρετό της μαλάριας.

Εκηρύχθη εις όλην την πολιτείαν ένας τέτοιος σκληρός και θηριώδης νόμος του βασιλέως· όθεν δεν ηκούετο άλλο, παρά θρήνοι αξιοδάκρυτοι πατέρων και μητέρων διά τας αδικοφονευομένας θυγατέρας τους· άλλες μητέρες πάλιν έτρεμαν διά να μη πάθουν το ίδιον και οι θυγατέρες τους· και όλος ο λαός ήσαν εις μεγάλην σύγχυσιν, και αντί ευχές έδιδαν τόσες κατάρες του βασιλέως·

Έτρεμαν τα πηγούνια τους. Ίδρωνε και ξίδρωνε το σουφρωμένο μέτωπό τους. Έφριξαν οι ψαρές τους τρίχες αγριεμένες. Ολόσωμοι έτρεμαν. Και όλο και στο μουστάκι το χέρι. Όχι λόγια! Ο Κυρ-Σταρός ο γερογραματικός μάλιστα, χήρος ο καημένος ξερομαχημένος, βλέπεις, γερολιχουδιάρης πιο πολύ από τους άλλους, επήγαινε να λυώση σαν τάδολο κερί. Άρχισε κιόλα να τα φέρνη βόλτα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν