United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προ τινος καιρού είχε μάθη ότι η σύζυγος του, εγκαταλειφθείσα υπό του απίστου φίλου, έζη άγνωστον πώς και πού . . . η είδησις δε αυτή, ήτις ηδύνατο να είνε και αδέσποτος επέτεινε την πικρίαν του. Την νύκτα εκείνην, την παραμονήν του Πάσχα, είνε μελαγχολικώτερος του συνήθους. Ζητεί ν' αποδιώξη τας μαύρας του σκέψεις και δεν το κατορθώνει. Πώς ήθελε να ελησμόνει . . .

Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισίς της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της. Αφήκε δευτέραν κραυγήν μεγαλειτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα. Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή έξ οργυιάς.

Ούτω, μόλις εισήρχετό τις, παρίσταντο αύται προ των ομμάτων του ως μορφαί τερατώδεις, εφ' όσον όμως προυχώρει, μετεβάλλοντο βαθμηδόν, ούτως ώστε ο θεατής, αλλάσσων θέσεις, έβλεπεν εαυτόν περιστοιχούμενον υπό σωρείας μυσαρών μορφών, ομοίων προς τα δημιουργήματα της δεισιδαιμονίας του Βορρά· σφοδρόν δε ρεύμα αέρος, εισερχόμενον τεχνηέντως διά του τοίχου όπισθεν των παραπετασμάτων, επέτεινε την φαντασμαγορίαν, παρέχον εις το όλον εμψύχωσιν τρομακτικήν και αποτρόπαιον.

Η ανώμαλος αυτή κατάστασις του πολιτικού ορίζοντος, όχι μόνον θα καθίστα δυσκολωτέραν την οδοιπορίαν των, όταν ήθελον αποχωρισθή της λοιπής συνοδίας, αλλά και επέτεινε τον τρόμον των μήπως είχε πάθει τι το Τέκνον των εν τω μέσω όλων εκείνων των αγρίων στοιχείων των συγκρουομένων εθνικοτήτων, άτινα είχον συρρεύσει περί τα τείχη της Ιερουσαλήμ.

Ο βλάχος ετραγώδει με όλον τα πάθος και την δύναμιν εκείνην, την δίδουσαν ζωήν εις τας απλάς λέξεις και ηλεκτρίζουσαν τας ψυχάς. Έχων ολίγον υψωμένην την κεφαλήν, επρόφερε κατ' αρχάς σιγά και ηπίως τας λέξεις και όταν έφθανεν εις το γύρισμα, επέτεινε την φωνήν του εις υψηλόν και γλυκύν τρεμουλιαστόν τόνον, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αηδονιού.

Αλλ' η προσέγγισίς του επέτεινε και την συγκίνησιν της Πηγής· εις δε την ταραχήν της εστράφη και αφού επέρασε τα πόδια της εις τις πατητήρες έπιασε την σαΐταν. Αλλά τα χέρια της έτρεμαν. Ο Μανώλης είχε σκύψει επ' αυτής και ησθάνθη θερμήν την πνοήν του επί του τραχήλου της. — Ψυχή μου, Πηγιό, ώμορφη πούσαι! εψιθύρισεν η φωνή του εγγύτατα εις την παρειάν της.

Όταν δεν είμαι εις την Καλκούτταν ταξειδεύω· και όταν ταξειδεύω δεν ημπορώ να σταθώ! Και επέτεινε την ταχύτητα του βήματός του, ως εάν ήθελε να εκφράση την μανίαν των ποδών διά της ταχυτέρας γλώσσης αυτών των ιδίων. — Έπειτα, εξηκολούθησεν ο κ. Π., τι να σας ειπώ! Τι να σας ειπώ, αφού δεν υπάρχει τίποτε ποιητικόν. Τίποτε ποιητικόν δεν υπάρχει ενταύθα, διότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικόν.