United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπως ήτο μικροκαμωμένη, θα την εσήκωνε σαν παιδάκι και με δύο πηδήματα θα έφθανεν εις το σπίτι του. Κ' ύστερα ας φωνάζη ο Σαϊτονικολής να πάρη την Πηγήν. Τόσον εύκολον του εφαίνετο το πράγμα, ώστε, ενώ το εσκέπτετο, το εφαντάζετο ως τετελεσμένον και την αβράν κόρην της χήρας ασπαίρουσαν εις την αγκάλην του.

Τότε ο Θευδάς τω έκραζε: «Ξορκίζω σε!» Ο Μάχτος δεν απήντα, ή μάλλον η ηχώ της φωνής δεν έφθανεν εις τα ώτα του Θευδά, διότι ούτος καθυστέρει τετρακόσια βήματα. Δις μόνον είχεν αναγκασθή να σταματήση ο Μάχτος περιμένων να εξέλθη των καμπών της οδού ο Θευδάς, και τούτο διότι ευρέθη εν δισταγμώ, ενώπιον δυο οδών, μη γνωρίζων ποτέραν να βαδίση.

Δύο στοαί κιγκλιδωταί εστηρίζοντο υπεράνω, μία δε τρίτη με χρυσά τρίχαπτα εκυρτούτο εις το βάθος απέναντι πελωρίας αψίδος, η οποία έφθανεν από του ενός εις το άλλο άκρον της αιθούσης.

Και επανέλαβε: — Έτσι που λες, γειτόνισσα. Εγώ τα κορίτσια μου τα άφησα εις τον Θεόν. Ο Παντοδύναμος θα τα οικονομήση. Η αιγλήεσσα αιθρία επανήλθε πάλιν εις το πρόσωπον της Γερακούλας. Ήδη η γειτόνισσα απεχωρίζετο. Έφθανεν εις το κτήμα της. Απεχαιρέτισε τας καλάς συντρόφους της, αίτινες έκλιναν ήδη προς το σκοτεινόν μέγα ρεύμα, και εισήλθεν εις το κτήμα της.

Αλλά τώρα, ιδών ότι ο σύντροφός του έδωκε την είδησιν χωρίς να φάγη ξύλον, και εκτός τούτου διότι είξευρεν ότι από τον εξώστην δεν θα τον έφθανεν η χονδρή ράβδος του πλοιάρχου, είχε λάβει θάρρος και έσπευσε να προλάβη τον σύντροφόν του, όπως απολαύση αυτός την ηδονήν.

Η Ρηγινιώ εισήλθε νήθουσα, εννοήσασα δε ότι έφθανεν εις πολύ ακατάλληλον στιγμήν, περιήλθε και αυτή εις αμηχανίαν, εκοκκίνισε μάλιστα και δεν ήξευρε τι να είπη.

Ο κλέφτης όμως εις την ποδοβολήν μάχης και την όσφρανσιν πυρίτιδος δεν ηδύνατο να συγκρατήση τον εαυτόν του· αν ήτο εις φυλακήν ετρύπα τους τοίχους, κατέθραυεν αν είχε σίδηρα κ' έτρεχεν εκεί. Μόλις δ' έφθανεν εμεθύετο, παρεφέρετο, εκτύπα εδώ κ' εκεί ως τυφλός, φωνάζων εις τους εχθρούς διά να τους γνωστοποιήση την παρουσίαν του, συρίζων και δεν απεσύρετο ειμή διά της βίας παρά των συντρόφων του.

Τα διηγήματα που είν' εδώ μέσα είνε περασμένης εποχής. Το λέγω με πόνο ψυχής και με περιφρόνησι του εαυτού μου και της εποχής μου. Ποτέ μου δεν το ήθελα ούτε τ' ονειρευόμουν πριν, πως θα έφθανεν ώρα το πρώτο μου βιβλίο να ήνε παραγεμισμένο από παλαιές αμαρτίες μου. Γιατί τα παλαιά έργα του συγγραφέως και οι αμαρτίες του ένα είνε.

Οι γονείς του Μανώλη δεν εγνώριζαν τα μεταξύ αυτού και του Στρατή διατρέξαντα εις τον κήπον, διότι και ο Μανώλης και η Πηγή τ' απεσιώπησαν, ο μεν αισχυνόμενος, η δε μη θέλουσα να κατακρίνη τον αδελφόν της και φοβουμένη ότι το πράγμα θα ελάμβανε διαστάσεις και ότι θα έφθανεν εις ρήξιν ανεπανόρθωτον.

Ο Ρούντυ έφθανεν επάνω εις την κορυφήν του βουνού, εκεί που ο ήλιος πολλάς φοράς δεν είχεν ακόμη φθάσει, και εκεί ερρόφα το πρωινόν του ποτόν, τον δροσερόν δυναμωτικόν αέρα του βουνού, το ποιόν, το οποίον μόνον ο αγαθός Θεός, ηξεύρει να παρασκευάση, και οι άνθρωποι μόνον την συνταγήν του ημπορούν να διαβάζουν, εις την οποίαν είναι γραμμένον: «Το δροσερόν άρωμα από τα βότανα του βουνού, από την αγριόμεντα και το θυμάρι της κοιλάδος