United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι τα αισθανόμαστε κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας. — Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός. — Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπιλος. Άλλαξε αμέσως πρόσωπο.

Τα διηγήματα που είν' εδώ μέσα είνε περασμένης εποχής. Το λέγω με πόνο ψυχής και με περιφρόνησι του εαυτού μου και της εποχής μου. Ποτέ μου δεν το ήθελα ούτε τ' ονειρευόμουν πριν, πως θα έφθανεν ώρα το πρώτο μου βιβλίο να ήνε παραγεμισμένο από παλαιές αμαρτίες μου. Γιατί τα παλαιά έργα του συγγραφέως και οι αμαρτίες του ένα είνε.

Εις αυτό έκαμαν όλους να ξεκαρδισθούν τα νάζια μιας ακατάδεκτης καρδερίνας, που της επαρουσίασαν δέκα κατά σειράν χορευτάδες και δεν της άρεσε κανένας· τους εκύτταζε με περιφρόνησι κ' έλεγεν όχι με το κεφάλι. Ο ενδέκατος έτυχε να της αρέση· για να του το αποδείξη του έδωκε μια μύγα που είχε πιάσει.

ΚΛΕΟΝΤ Μ' αποφεύγει με περιφρόνησι. ΚΟΒΙΕΛ Μου γυρίζει την πλάτη αναιδέστατα. ΚΛΕΟΝΤ Απιστία, που της χρειάζεται η μεγαλύτερη τιμωρία του κόσμου. ΚΟΒΙΕΛ Προδοσία, που της χρειάζονται χίλιες μπάτσες ΚΛΕΟΝΤ Μην τολμήσης, σε παρακαλώ, να μου ξαναμιλήσης ποτέ γι' αυτήν. ΚΟΒΙΕΛ Εγώ, κύριε; ο Θεός να με φυλάξη! ΚΛΕΟΝΤ Να μη σκεφθής ποτέ να μου δικαιολογήσης την απιστία της. ΚΟΒΙΕΛ Μη φοβάστε.

Και αγριομάτης, σκληρόψυχος, περιφρονητής όλων μαζί των δυνάμεων της φύσεως και της θρησκείας, ανώτερος από την πρόληψι και την παράδοσι, άρπαξε το εικόνισμα από τα χέρια του παιδιού, το έδεσε σφιχτά στο κατάρτι και με το βρωμερό παπάζι που σφογγίζουν το κατάστρωμα, άρχισε να δέρνη και να ραπίζη τον άγιο με μίσος και περιφρόνησι.

Κ' έπειτα εγώ το πένθος σου δεν θάχω ένα χρόνο, αλλά για όλη τη ζωή και ως που να πεθάνω θα νοιώθω περιφρόνησι για κείνην που μ' εγέννα και θα μισώ το γέρο μου πατέρα. Και οι δυο τους με λόγια μ' αγαπούσανε, αλλ' όχι και με έργα. Συ μοναχή δεν 'δείλιασες να δώσης τη ζωή σου, για να μου σώσης τη ζωή.

Το μίσος και την περιφρόνησί του στον παππά Συνέσιο την έδειχνε φανερά, γιατί μόλις άκουε πως έρχεται, εσύναζε τα ρούχα του κ' έφευγε γρήγορα γρήγορα γι' άλλο Μοναστήρι, σε ξένο τόπο· δεν ήθελε να τον αντικρύση· πόσα δεν είχε κάμη ο παππά Συνέσιος να τονε δελεάση, να τον γυρίση στο μέρος του. Γλυκόλογα, δώρα, ξεχωριστές περιποίησες δεν έκαναν τίποτα.

Ο σκύλος χαίρεται το φως μέσα στη γούνα του, και το μαλλί του γυαλίζει σαν μετάξι. Απ' τη μεγάλη πόρτα του μεγάρου βγήκε μια παχουλή υπηρέτρια, με κόκκινα δροσερά μάγουλα. Έδωκε με καλωσύνη μια φέτα ψωμί κ' ένα κομμάτι κρέας στο ζητιάνο και πέταξε με περιφρόνησι ένα κόκκαλο στο σκύλο. Ο άνθρωπος πήρε το κομμάτι το κρέας, με ντροπή, κι αναστέναξε, σαν να τούδιναν φαρμάκι.

Εκείνος αν επάλαιψε, επάλαιψε με τους ανθρώπους· αμ' εσύ που τάβαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω εγώ· ερχόντουσαν τη νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες κ' εσύ τις έδιωχνες κ' εκοιμόσουν ολόγυμνος στα χιόνια για ν' αποφύγης τον πειρασμό. Δεν λέγω, νοικοκύρης είσαι· μα τόση περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.

Δε μου λες; του λέγει· γιατί εσύ τέτοιο αρχοντόπουλο μοσχαναθρεμμένο, που άφησες τιμές και δόξες για την αγάπη του Χριστού, να κάθεσαι παραμελημένος και άλλοι που τίποτα δεν έκαμαν να τρωγοπίνουν στο τραπέζι του Παντοκράτορα; Δεν ξέρω· νοικοκύρης είσαι· μα τέτοια περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.