United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερώτησε χαριεντιζόμενος, ο αγαθός πλοίαρχος με ξηρομασημένας λέξεις, βαστάζων μεταξύ των οδόντων τεμάχιον μολυβδοκονδύλου. Ο πηδαλιούχος σαν να επειράχθη, αδιάφορος, χωρίς ν' απαντήση εκύτταζε προς το πέλαγος, κάτω, όπου η Σκιάθος ολονέν εξηφανίζετο υπό έναν γαλανόν πέπλον με κλαδιά ενώ κ' εκεί, χρυσά, λευκά, πράσινα, γαλάζια κλαδιά, κόκκινα κλαδιά.

Ο κόσμος εκύτταζε χωρίς φωνή, χωρίς πνοή... Ύστερα μονομιάς από πολλών τα στήθια εβγήκ' ένα «Μέγας ει, Κύριεκαι δυο τρεις χωριάτισσες είπαν «Χριστός 'δε σέρ- Μαρία

Στες κακοτοπιές, πούτον στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.

Όλοι ήσαν εις τους αγρούς, μόνον έν παιδίον τεσσάρων περίπου χρόνων εκάθητο κατά γης και εκράτει έν άλλο παιδάκι, περίπου έξ μηνών, προ αυτού μεταξύ των ποδών του καθήμενον· και το έσφιγγε με τα δύο χέρια εις το στήθος του, ώστε εχρησίμευεν εις αυτό ως είδος καρέκλας, και με όλην την ζωηρότητα που εκύτταζε γύρω γύρω με τα μαύρα του μάτια εκάθητο πολύ ήσυχα.

Ετρεπόμεθα δεξιά και αριστερά, αποδώ κι' αποκεί, εκείνος καβάλλα, εγώ πεζός. Τέλος ο Κωσταντής κατήλθεν εξ ύψους του υποζυγίου του, μου επήρε το κερί κ' εκύτταζε να εύρη τον δρόμον. Ύστερα είπεν ότι τον ηύρε, έσβυσε το κερί, το έβαλε δεν ξεύρω πού και ίππευσε πάλιν. Και πάλιν απεπλανήθημεν. Εκοντεύαμεν ως τόσον να φθάσωμεν εις την Παναγίαν.

Εις την οικίαν της Τραχήλαινας της κόρης της, όπου ευρίσκετο μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, δεν έπαυε να κυττάζη ανήσυχος από το παράθυρον. Διεύθυνε το βλέμμα προς την ιδίαν της μικράν οικίαν, ήτις καίτοι μη αντικρύζουσα, αλλά πλαγίως κειμένη, ήτο ορατή, επειδή εξείχε πέραν των ολίγων μεσολαβουσών, δύο ή τρεις πήχες προς τον δρόμον. Η Γιαννού, αν και συχνά εκύτταζε, δεν έβλεπε τίποτε.

Γράψε μου ένα γράμμα! Ο Σάπερλι δεν 'ξέρει να γράφη! Ο Σάπερλι μπορεί να πάη το γράμμα 'στο ταχυδρομείον! — Γράμμα εκ μέρους σου, είπεν ο Ρούντυ· «και προς ποίον;» — Προς τον κύριον Χριστόν! — Προς ποίον, λέγεις; Και ο βλάκας, όπως έλεγαν τον ηλίθιον, εκύτταζε με συγκινητικόν βλέμμα τον Ρούντυ, συνέδεσε τα χέρια του και είπεν επισήμως και ευλαβώς: «Ιησούν Χριστόν!

Εις αυτό έκαμαν όλους να ξεκαρδισθούν τα νάζια μιας ακατάδεκτης καρδερίνας, που της επαρουσίασαν δέκα κατά σειράν χορευτάδες και δεν της άρεσε κανένας· τους εκύτταζε με περιφρόνησι κ' έλεγεν όχι με το κεφάλι. Ο ενδέκατος έτυχε να της αρέση· για να του το αποδείξη του έδωκε μια μύγα που είχε πιάσει.

Τέλος, μετά ώραν, η γραία, καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος, — ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκύτταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού. Το βρέφος εκλαυθμήριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι

Η μάνα της της έδωκε να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάση η Φραγκογιαννού. — Κουράγιο, κοπέλλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν. — Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα. Την εκύτταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση. — Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού. — Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.