United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άντρες και γυναίκες με τη χαρά ή τη λύπη στο πρόσωπό τους περνούσαν από μπροστά του. Τους εκύτταζε και το μυστικό τους ήταν δικό του πια. Με τη φόρμα και το χρώμα εξανάπλαθε έναν κόσμο. Όλες οι άλλες τέχνες ήταν το ίδιο δικές του.

Και αν εγνώριζε, και αν ηγνόει το κοίλωμα του γιγαντιαίου κορμού, εκείνην την στιγμήν δεν επέρασεν από τον νουν του. Εκύτταζε να ιδή μη ανακαλύψη που το χάσμα της γης, το οποίον θα την είχε καταπίη εξάπαντοςδιότι καμμία πτυχή γης ορατή δεν υπήρχε όπου να κρυβή τις.

Σα βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το παλάγκο. Σαν τον ανέβασα ως το μισό το ύψος, βλέπω τη μούρη του ψυχογυιού σου, και μ' εκύτταζε και γελούσε σαν μαϊμού.

Τούτο ωμοίαζε πολύ με γραίαν μαυροφόραν καθημένην εις το σκότος, ήτις τον εκύτταζε μακρόθεν. Επειδή ησθάνετο φόβον, και ήθελε με κάθε τρόπον να διώξη τον φόβον από μέσα του, έλαβεν ένα δαυλόν, επήγε κατ' ευθείαν εις το πράγμα το μαύρον, και το εψηλάφησε κ' εβεβαιώθη ότι ήτο μαύρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτέ υπάρξαντος δένδρου, το οποίον είχε καή, και ήτον ως καψάλα.

Ο Πρωτόγυφτος εκύτταζε τον ξένον απορηματικώς. — Θα είνε με δύο οπλισμένους ανθρώπους, επανέλαβεν ο άρχων. — Με δύο ωπλισμένους; αντήχησεν υποκώφως η φωνή του Γύφτου. — Ναι. — Δεν το είξευρα. — Και εν ανάγκη θα γείνουν τρεις, τέσσαρες, ημίσεια δωδεκάςΤο πιστεύω. — Δεν μας είνε δύσκολον. — Ειξεύρω ότι ο άρχων έχει εξουσίαν εις τον τόπον. — Διότι την απέκτησα. — Βέβαια.

Ο καιρός είχε μεταβληθή από της πρωίας, και ήτο ευδία. Ο Γύφτος εγίνωσκε καλώς τας οδούς, και ωδήγει την Αϊμάν. Ότε όμως είχον αναβή εις απότομόν τινα ακρώρειαν του Ταϋγέτου, ο Γύφτος εστάθη αίφνης διστάζων. Εκύτταζε δεξιά και αριστερά, ως να διετέλει εν αμηχανία. — Τι είνε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν ξέρω, μου φαίνεται σαν να έχασα τον δρόμο.

Το ποτάμι της Ζωής είναι της Χαράς το ποτάμι, που η Ζωή το συμπαρασύρει εις το δικό της, αυτό είναι ευδαιμονία . . . Εκυτταζε την νέαν, ήτο η Αννέττα και μόλα ταύτα δεν ήτο· και ακόμη ολιγώτερον δεν ήτο το φάντασμα, η μυστηριώδης μορφήόπως το έλεγεν αυτόςπου συνήντησεν εις το Γκρίντελβαλτ.

Έπρεπε να μη σηκωθώ και να βεβαιώσω αυτό που έλεγε και ν' αφήσω την Θαΐδα να βασιλεύη εις το συμπόσιον; ΜΗΤ. Δεν έπρεπε να πειραχθής, κόρη μου, και να δώσης τόσην σημασίαν• αλλά λέγε τι έγινε κατόπιν. ΦΙΛ. Όλοι οι άλλοι μ' επαινούσαν και μόνον ο Δίφιλος δεν έλεγε τίποτε, αλλ' έγυρεν ανάσκελα κι' εκύτταζε προς το ταβάνι έως ότου εκουράσθηκα κ' έπαυσα να χορεύω.

Η Γιουγκφράου υψούτο εκεί εν μεγαλοπρεπεία και λαμπρότητι περιβαλλομένη από τον δασώδη πράσινον στέφανον των εγγύς ορέων. Πάντες εσταμάτησαν και εθεώντο το κάλλος της φύσεως. Και ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα ησθάνοντο και αυτοί την από ταύτης μαγείαν. — Πουθενά δεν είναι ωραιότερα από εδώ; έλεγεν η Μπαμπέττα. — Πουθενά! έλεγε ο Ρούντυ και εκύτταζε την Μπαμπέτταν.

Με βλέπεις εμέ; είπε φέρουσα την χείρα επί του στήθους, όπως ελκύση την προσοχήν της νεανίδος. Η Αϊμά την εκύτταζε με τους οφθαμούς πλήρεις δακρύων. — Με βλέπεις; Είμαι πολύ δυστυχεστέρα σου. — Δυστυχεστέρα; εψιθύρισεν η κόρη. — Παραπολύ, ασυγκρίτως. — Διατί; — Διότι κ' εγώ έχω εχθρούς, κ' εγώ καταδιώκομαι. — Από ποίους; — Καταδιώκομαι και πολιορκούμαι ήδη, επανέλαβεν η ξένη. — Πολιορκείσθε;