United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα ήτον κοντά μία η ώρα ! Τις παρεκάλεσε η Βεργινία να παν πια να ησυχάσουν. Έμ όπου και νάναι θαρθούν, είπε η μητέρα των κοριτσιών. Δεν μπορούν και να ξημερωθούν πια έξω απ' το σπίτι! Τo καντήλι έρριχνε ένα μεγάλον κίτρινο λεκέ, στρογγυλό σαν της αράχνας τον ιστό, στο σκοτεινό ταβάνι.

Του χαμογελούσε και φαίνονταν τα γερά της δόντια κάτω από το σκούρο, τριχωτό χείλος της. « Και η ντόνα Έστερ; Και η ντόνα Νοέμι;» «Η Έστερ πήγε στην εκκλησία, η Νοέμι σηκώνεται τώρα. Καλός ο καιρός, Έφις! Πώς πάει εκεί κάτω;» «Καλά, καλά, δόξα τω Θεώ, όλα καλάΑκόμη και η κουζίνα ήταν παμπάλαια: ευρύχωρη, χαμηλοτάβανη με σταυρωτά δοκάρια στο ταβάνι μαυρισμένα από την καπνιά.

Τι κουτός που είσαι! είπε ο Ούλοφ. Ο μπαμπάς μας λέει έτσι. Τότε εννόησε ο Σβεν και με μάτια, που λάμπανε από την ανυπομονησία, ρώτησε: — Δε λέει τίποτε για το Νέννε; Ο πατέρας, που μπήκε μέσα στο μεταξύ, σήκωσε το μικρόν ψηλά ως το ταβάνι, τον κατέβασε πάλι και του είπε: — Τι να πη για ένα μαϊμουδάκι, που είναι τόσο μικρό ακόμα και δεν έκαμε τίποτε; Μα ο Σβεν δεν έμεινε ευχαριστημένος.

Κατέβαινα τη σκάλα στα σκοτεινά· κρέμουνταν το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι. — Και να πάλε που τίποτις δε βλέπω. Σκότος, πάντα το σκότος που με τυφλώνει. — Η Λέλα! Βλέπω άξαφνα τη Λέλα που πηγαίνει απάνω στην κάμερή της. Βρέθηκα πλάγι της, κοντά κοντά, και σα μισοπεθαμμένος ψιθύρισα, που μόλις μπορούσε να το πάρη ταφτί της·Λέλα, είσαι συ; — Ναι! γυρνά και μου λέει.

Ντουβάρια άσπρα, γυμνά και αστόλιστα, ξύλινο καπνισμένο ταβάνι, μακριά τραπέζια και μακριά ξύλινα σκαμνιά — η καλογερική τραπεζαρία. Από μια χαμηλή πόρτα η μυρουδιά κι ο καπνός της κουζίνας, έρχουνταν μαζί με τους σερβιτόρους, δυο ασπροκόκκινα χωριατόπουλα. Ο ηγούμενος ευλόγησε, και το δείπνον άρχισε.

Καρτερώ και προσμένω. Βράδυασε. Νυχτώνει. Είναι νύχτα και σκοτάδι. Πάει ο κόσμος να πλαγιάση. Κρέμεται το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι ψηλά και τρεμοφέγγει. Κατεβαίνω τη σκάλα. Όλα σκοτεινά. Αχ! δεν είναι για μας τα λουλούδια· δεν είναι τα τραγούδια για μας. Πάει το καλοκαίρι· παν οι μάβρες οι συκιές και τα δέντρα και τα φύλλα που κρυφά κρυφά της μιλούνε.

Ένα αναμμένο αγιοκέρι απάνω στο τραπέζι, μόλις φώτιζε το μεγάλο κελί, σα στρατώνα. Ίσκιοι μισοσκοτεινοί απλόνουνταν ολόγυρα στα μαυριδερά ντουβάρια και στο ταβάνι, το αγιοκέρι έκαιε πάντα, στάζοντας απάνω στ' ανοιχτά κιτρινισμένα φύλλα ενός Μεγάλου Ωρωλογίου, που τα κόκκινα με τα μαύρα γράμματά του, φαίνουνταν σα να με κοίταζαν αλλόκοτα, ανάμεσα στη σιγαλιά του κελιού.

Γύρω ο κατάψηλος ως το ταβάνι σκελετός του φαρμακείου με το γλυκό κιτρινωπό χρώμα του, φωρτωμένος στα γυάλινα βάθη του από βάζα, γυάλιζε εδώ κι εκεί από το ηλιοπλημμύρισμα.

Η πλόσκα μας δεν είταν άδεια ποτές. Πρι να το φέρω όμως, πρόλαβα κ' έχυσα μέσα και λίγο σπίρτο. Το κρασί έπρεπε να δουλέψη γλήγορα, πρι νάρθη ο γέρος, κι άλλο τρόπο δεν είχε. Τακ τακ έκανε η καρδιά μου να μην έρθη και χτυπήση πρι να μεθύσουνε. Δεν αργίσανε να τα χάσουν. Ο ένας έσκυψε το κεφάλι του μπρος, ο άλλος τόρριξε πίσω και κοίταζε το ταβάνι μουρμουρίζοντας μισά λόγια. Ανοίγω την πόρτα.

Γύριζε και κύτταζε απάνω στον τοίχο, ψηλά-ψηλά, κοντά στο ταβάνι, κρεμασμένα κάτι κάδρα της Βενετιάς, που τα είχε φέρει στα νηάτα του ο γέρος από τα ταξίδια του. — Είνε ωραία η Βενετιά, πατέρα; — Ωραία λέει; Ήτανε εκείνα τα χρόνια. Για κύττα το λεοντάρι του Σαν-Μάρκου! Πόσες φορές πέρασα από κάτω! Ωραία λέει; Ε! κ' εμείς είμαστε ωραίοι τότε.