United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια μεγάλη κάμαρα όλο πέρα με τα ντουβάρια του αχύλωτα, με καπνισμένα τα δοκάρια της στέγης, που κρέμουνταν απ' αυτά καμιά εικοσαριά βαντάκια καπνού. Η γωνιά μεγάλη και χαμηλή στην άκρη· η γις χάμου είταν αλειμμένη με γλίνα και γύμνια περίσσια ολόγυρα. Μονάχα στην άκρη έν' αμπάρι μελό κι από πίσω τα ρούχα και τα σκαφίδια και τα κόσκινα, και χίλιων ειδών σιγύρια του σπιτιού.

Από το σταυρό κρέμουνταν πορφυρένια τετράγωνη σκέπη, χρυσόφαντη κι αυτή και διαμαντοστόλιστη, που σαν τετράγωνη που είτανε, δεν κατέβαινε ως τα κάτω του μακρινού κονταριού, μόνο περίπου ως τα μισά. Κατά την κάτω άκρη της σκέπης έβλεπες ζουγραφιστές τις προτομές του Βασιλέα και των παιδιών του. Λεν πως ως στον έννατον αιώνα βάσταξε η σημαία εκείνη μέσα στα παλάτια του Βυζαντίου.

Κατέβαινα τη σκάλα στα σκοτεινά· κρέμουνταν το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι. — Και να πάλε που τίποτις δε βλέπω. Σκότος, πάντα το σκότος που με τυφλώνει. — Η Λέλα! Βλέπω άξαφνα τη Λέλα που πηγαίνει απάνω στην κάμερή της. Βρέθηκα πλάγι της, κοντά κοντά, και σα μισοπεθαμμένος ψιθύρισα, που μόλις μπορούσε να το πάρη ταφτί της·Λέλα, είσαι συ; — Ναι! γυρνά και μου λέει.

Ο Λιάκος δεν έβγαλε μιλιά, μονάχα γύρισε τα μάτια του προς τον τοίχο, που κρέμουνταν το καρυοφύλλι του και το γιαταγάνι του. — Άιντε, ορέ μυλωνά, να μας φέρνης τη Λουλούδω, είπε γελούμενο το μπεόπουλο. Ο άτυχος πατέρας σ' αυτά τα λόγια, ένιωσε το μύλο του να γυρίζη σα σφοντήλι στα μάτια του. — Όπως ορίζης, μπέη μου, αποκρίθηκε, μα το κορίτσι, δεν είνε εδώ· πήγε χαράζοντας σε μια κουμπάρα μας.

Τα παραθυρόφυλλα κρέμουνταν αλλού σάπια, κι αλλού έλειπαν ολότελα, τα γυαλιά έλειπαν όλα από τα γυαλοπαράθυρα, και ξεσκλίδια από κολλημένα στρατσόχαρτα κρέμουνταν στα σαρακοφαγωμένα ξύλα.

Η Αγιατράπεζα άλλο θεόλαμπρο έργο· όχι μονάχα η αρχιτεχτονική της, μα και τα ολόχρυσα κι αργυρά της στολίδια, τ' αρίθμητά της διαμάντια και μαργαριτάρια. Απάνω της στέκουνταν το λεγάμενο Κιβώριο , τέσσερεις καμάρες στηριγμένες σε τέσσερεις αργυρές κολώνες, κι από κάθε της πλευρά κρέμουνταν τέσσερα χρυσοΰφαντα σκεπάσματα με μεγάλη μαστοριά δουλεμένα.

Έτσι είπε, κι' όξω το σπαθί τραβάει τ' ακονισμένο που στα πλεβρό του κρέμουνταν, στέρια μεγάλη σπάθα, κι' αφού μαζέφτηκε, χοιμάει σαν κυνηγάρικο όρνιο, που μάβρα γνέφια σκίζοντας κατάκαμπα πλακώνει ν' αρπάξει ανήσυχο λαγό ή τρυφερό 'να αρνάκι· 310 έτσι όρμησε ανεμίζοντας το κοφτερό λεπίδι.

Τέλια και κόντρα τέλια το στόλιζαν, κόκκινη φουντίτσα μεταξωτή κρέμουνταν στην άκρη του, μια ζουγραφιά παχουλής γυναίκας με κόκκινα μάγουλα και πεταχτά στήθη απ' εκείνες που ξεκολλούν από τις στάμπες οι έμποροι, είταν κολλημένη από κάτω από τα τέλια κοντά στη μικρούλα τρύπα του κεφαλιού.

Κι' οι θεογέννητοι αρχηγοί γοργά, κι' ο γιος τ' Ατρέα, 445 τους λόχους τους παράταζαν, κι' η Αθήνα μαζί τους με την αγέραστη άλιωτη τη μυριοπλούσια ασπίδα, που ως εκατό της κρέμουνταν μαλαματένια κρόσα καλοπλεμένα, ως εκατό βοδιώνε το καθένα, μ' αφτή στα χέρια αστραφτερή τ' ασκέρι δρασκελούσε 450 και γκάρδιωνε τους Αχαιούς στον πόλεμο να πάνε μες στην ψυχή αναστύλωσε του καθενός το θάρρος, που έτσι χωρίς αποκοπή να πολεμάν και σφάζουν· κι' άξαφνα πιο γλυκιά ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία.