United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου. » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να καβαλλάη τα θεριά, να πιάνη τα λιοντάρια, » Να ξελακκόνη τα βουνά και να τ’ αναμοχλεύη. » Και μες στ’ αναμοχλέματα ποτάμια να γυρίζη;

Είναι η δύναμις πολλή κ' η αρετή μεγάλη που έχει κάθε βότανον, κάθε φυτόν ή πέτρα· κανένα πράγμα ποταπόντην γην ζωήν δεν έχει, που διά κάτι αγαθόν ‘ς την γην δεν χρησιμεύει· αλλά δεν έχει κι’ αγαθόν, που αν παραστρατίση, να μη χαλνά η φύσις του κ' εις βλάβην να γυρίζη.

Την έβλεπε να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και ν' αργολέγη με αδύνατη φωνή: — Πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε!... πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε! ... Και πού να ζητήοη, πού να εύρη ησυχία.

Ο βασιλεύς εξηκολούθησε να γυρίζη φύλλα, βρέχοντας πάντοτε το δάκτυλον εις το στόμα του, έως που άρχισε το φαρμάκι ολίγον κατ' ολίγον να κάμνη την ενέργειάν του εις το στόμα· αιφνιδίως ο βασιλεύς άρχισε να τρέμη και να παραλαλή ως σεληνιασμένος· του εσκοτίσθησαν τα μάτια, και τέλος πάντων εκρημνίσθη από τον θρόνον εις την γην.

Για ποιους λες; μ' ερώτησεν ο καπετάνιος. — Για τους σκύλους. Κ' ερρίχτηκα πάλι με τα δυνατά μου στην τρόμπα. — Όρεξι που την έχει ο Καληώρας· είπεν ο καπετάνιος γελώντας· θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίση. Ως τόσο το μπάρκο ήρθε μία βόλτα κ' έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργυιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζη στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σοταβέντο.

Για πες μου, καλό πουλί, εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, ποιο δρόμο πήρε ο καλός μου, για να τον συντύχω στο δρόμο να τον συντροφέψω στο φτωχικό μας. Είναι δυο χρόνια που λείπει και θα ξέχασε το σπίτι του και θα γυρίζη μες στην άγρια νύκτα σαν κολασμένος. Πες μου, καλό πουλί, ποιο δρόμο πήρε, για να πάω να τον συντύχω.

Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.

Μια ζωή &όρτσα& και &πότζα&. Μια ζωή &σάρπα& και &φούντο&. Τώρα στην ανατολή και τώρα στη δύση. Να τα συλλογίζεσαι και να σου γυρίζη το κεφάλι... — Και τι απολάψαμε, Στρατή; Τίποτε. — Και ποιος απόλαψε τίποτε στον ψευτόκοσμο; Είτε και γυρίζεις σαν τον άνεμο, είτε και μένεις καρφωμένος στο χώμα, σαν το δεντρί, το ίδιο απόλαψες.

Μερικοί επροχώρουν ακόμη περισσότερον και ουδόλως επίστευον εις την ύπαρξιν θεών, αλλ' άφηνον τον κόσμον να γυρίζη αδέσποτος και ακυβέρνητος. Εγώ δε ακούων αυτά δεν ετόλμων να δείξω απιστίαν προς σοφούς τόσον μεγαλοφώνους και με τόσον σεβασμίας γενειάδας. Και μου συνέβαινεν ακριβώς εκείνο το οποίον λέγει ο Όμηρος• πολλάκις δηλαδή έκλινα να πιστεύσω προς ένα εξ αυτών. έτερος δε με θυμός έρυκεν.

Αλλ' η γραία, μνησικακούσα πάντοτε διά τον τρόπον αυτόν του γαμβρού της, «όστις έφυγε κ' έρριξε πέτρα πίσω του», η γραία, υπερήφανος διά την καταγωγήν της και το σόι της, δεν επείθετο να επιτρέψη εις την κόρην της να ταξειδεύση, να γυρίζητα χαμένα. — Αφού δεν σου γράφη, έλεγε, θα πη πως σ' απαράτησε, κορίτσι μου, και κάθισε 'ς τ' αυγά σου.