United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω τον διπλανό μου εκεί που εδέναμε τον παπαφίγγο. — Η τρόμπα μωρέ· δε βλέπεις; Ο σίφουνας! Ο σίφουνας! έφριξα ολόκορμος. Ακουστά είχα τα θαύματά του· πως σαρώνει ό,τι τύχη στο διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τόρα όμως πρώτη φορά τον έβλεπα με τα μάτια μου. Δεν ήταν ένας· ήσαν τρειςτέσσερες.

Κάτι μου εψιθύρισε πειστικά κ' επίσημα, πως το καράβι εκείνο δεν ήταν φίλος όχι· ήταν εχθρός αδιάφορος. Και τόσο εστοίχειωσε η δυσπιστία στην ψυχή μου, που ενώ οι σύντροφοι άφησαν πάλι την τρόμπα, εγώ τίποτα. — Ρε Καληώρα, δεν την παραιτάς πια την έρμη! γυρίζει και μου λέγει ο καπετάνιος· να το πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα; — Δεν πειράζει· είπα εγώ.

Όλη νύχτα επάλαιβα με τις τρόμπες και ούτε κόπο εκατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνον φοβερό, που έλεγα πως ήμουν ικανός να καταπιώ τα πέλαγα. Επατούσα την τρόμπα κ' ενόμιζα πως έβγαινεν άμπουλος το νερό. Μόλις όμως επλάκωσε η ημέρα εκόπηκαν τα ήπατά μου.

Είδα την κάμαρη του καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη ζωή.

Εγώ εκείνη την ώρα εδιπλοπαρακάλουν ν' ανοίξη η θάλασσα να με καταπιή. Όσο αισθανόμουν απάνω μου το αυστηρό βλέμμα του ησυχία δεν εύρισκα. Έτρεχα βιαστικός, τάχα πως είχα δουλειά, από τη μιαν άκρη στην άλλη, εκατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, επέρναγα στις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, εδούλευα την τρόμπα για να τον αποφύγω.

Ελύθηκα... Και αλήθεια έλεγε. Όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν τα δάχτυλά μου, όπως ήσαν κλεισμένα στο σίδερο της τρόμπας έτσι έμεναν. Ούτε ν' ανοίξουν ούτε να κλείσουν περισσότερο ειμπορούσαν. Τα μπράτσα έμεναν σκληρά και αλύγιστα σαν ατσάλι. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα ήθελα βοήθεια για να σηκωθώ από πίσω.

Για ποιους λες; μ' ερώτησεν ο καπετάνιος. — Για τους σκύλους. Κ' ερρίχτηκα πάλι με τα δυνατά μου στην τρόμπα. — Όρεξι που την έχει ο Καληώρας· είπεν ο καπετάνιος γελώντας· θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίση. Ως τόσο το μπάρκο ήρθε μία βόλτα κ' έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε οργυιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζη στον τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σοταβέντο.

Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Και υπάρχει αμφιβολία; Θα σας χρειαστούν τρεις φωνές: Ένας τενόρος, ένας βαρύτονος και ένας μπάσσος· οι φωνές αυτές θα συνοδευώνται από μια μπασσαβιόλα, ένα ζεόρμπ, κ' ένα πιάνο για χαμηλές κοντινούτες και δυο βιολιά για να παίξουν τις ριτουρνέλ . ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Καλό θα ήταν, μαζί μ' αυτά, να βάζαμε και καμμιά τρόμπα μαρίνα. Η τρόμπα μαρίνα είνε αρμονικό όργανο και μ' αρέσει πολύ.

Ο καπετάν Μπισμάνης δεν ήταν ώρα να φανώ εμπρός του και να μη μου φωνάξη γελώντας: — Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψης την τρόμπα; Τέλος εκατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμη λιμάνι! Όσο τον έχει στο σορόκο καλά· άμα όμως τον πάρη τρεμουντάνα και κατεβάση ο Τσικνιάς ουδέ βάρκα δεν μένει μέσα.