United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90 «Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται, μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρεςτο σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος. το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95 ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του; ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι, μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει. αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω, και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100 από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει, ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως. ανόλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν, άμ' έσταινα το πόδι μουτο δώμα του Οδυσσέα. κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν, κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110 αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».

Τον καιρόν που η θηλιά έμελλε να κλείση διά να με πνίξη, σχίζεται το κλωνάρι από το βάρος μου και πίπτει μαζί μου κατά γης.

Τωόντι, κατ' αυτούς, θα υπήρχε και τέταρτον μέρος, το Δέλτα της Αιγύπτου, όπερ δεν ανήκει μήτε εις την Ασίαν μήτε εις την Λιβύαν· διότι κατά τούτον τον λόγον δεν είναι ο Νείλος όστις χωρίζει τας δύο ταύτας ηπείρους, αλλά σχίζεται εις την κορυφήν της γωνίας του Δέλτα και το περιλαμβανόμενον τούτο διάστημα είναι το χωρίζον την Ασίαν από της Λιβύας.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165 «Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο, ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειάτο σπίτι του, αλλά πίνε ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε καιτον νου μου τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία, τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170 αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη, και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης, και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175 οι αθάνατοι, και να φανήτους άνδραις είχα ελπίδα ως ο πατέρας του λαμπρόςτο σώμα καιτο κάλλος, κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε•την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180 ως γέρνειτην πατρίδα του, όπως το θείον γένος και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη. πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν, ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας. άλλ' έλα, γέροντ', όλα σουεμέ να ειπής τα πάθη• 185 και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω, ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου; με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι; ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190

Περαστικά πουλιά, που ταξείδευαν σ' άλλες χώρες, φεύγοντας την ψύχρα του χινόπωρου, περνούσαν κοπαδιαστά, του ψήλου, έσκιζαν τον αέρα μ' ένα γοργό, ξερό φτερούγισμα, όπως κάνη το μετάξι που σχίζεται, και χάνουνταν πίσω απ' τις κορφές άλλων βράχων, κι άλλων βουνών.

Πρώτος; Πρώτος· τι μ' έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση, με το μεγάλο δάχτυλο γατζωμένος στο σχοινί κ' έβλεπα κάτω χάος τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Εμέθαγα συγκρίνοντας μαζί μου το πουλί που στο άγνωστον ουρανοδρομεί γεμάτο περηφάνεια και θρίαμβον. Εθάμπωνα με την έξαρσί μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς με θλίψι τους έβλεπα.