United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδού μερικά αριστουργήματα ενός μεγάλου ζωγράφου, τα ατελείωτα σκίτσα καλλιτεχνών που ήσαν άλλοτε ένδοξοι, οι όποιοι όμως παρεγνωρίσθησαν και έτσι ημπόρεσα και επήρα φθηνά τα έργα των. Έπειτα εστράφη αιφνιδίως και ηρώτησε: — Πώς βρίσκετε αυτήν την &Παναγίαν τον Ελέους;& — Μα αυτό είναι γνήσιο έργο του Γουίδο!

Ο Τραντάφυλλος όμως όχι· αυτός έλπιζε πάντα πως θά τονε χαρή τον κόσμο, κ' ελπίζοντας τη χαίρουνταν τη ζωή του. Βαριά, σκοτεινά, κι ατέλειωτα τα χρόνια εκείνα, κι ως τόσο περνούσαν. Και μην έχοντας η καρδιά του μήτε της αγάπης τα γλέντια μήτε της συντροφιάς τα καλά σε κείνο το Τουρκοχώρι, κρυφοσπαρταρούσε κατάβαθα για τις χαρές που θαρθούνε μια μέρα, κ' έτσι περνούσε ο καιρός.

Γι' αυτό θέλει να ζήση ένα διάστημα για χάρη αυτών που ζούνε κ' έπειτα να πεθάνη και να μείνη με κείνον, που αιστάνεται πως του ανήκει. Γυρεύει ένα συμβιβασμό αναμεταξύ του πόθου να πεθάνη και της ανάγκης να ζήση και σα να τα φοβάται και τα δυο, γιατί και τα δυο παλεύουνε να κυριαρχήσουν την ψυχή της και τα δυο την τυραννούν ατέλειωτα, καθένα με τον τρόπο του.

Έννοιωσε μαζί με τον αέρα, που ανακάτωνε τα μαλλιά της, που της ξεσκέπαζε το στήθος της, που έδερνε το πρόσωπο της με λύσσα, μια παράξενη, ανακατωμένη βοή. Γέλια, τρελλά γέλια, ξεκαρδισμένα γέλια, έφταναν στ' αυτιά της από μακρυά, όλο περισσότερα, όλο δυνατώτερα. Γέλια ατέλειωτα, ξεκαρδίσματα, σαν χάχανα ξελογιασμένης γυναίκας. Ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό να την πνίξη.

Ηγρύπνει περισσότερον και από εμέ, και εβιάζετο περισσότερον και από εμέ, όταν παιδίον με απερίγραπτον ανυπομονησίαν ανέμενον την νύκτα του Πάσχα. Τότε μόνον ήθελον να νυκτώνη ταχέως. Τας άλλας ημέρας ήθελον να μη νυκτώνη ει δυνατόν, να μη τελειώσουν τα ατελείωτα παιγνίδιά μου.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης ακουμπησμένος πάντα πίσω στην κουπαστή, με τα μάτια καρφωμένα στο πέλαγο σαν να μετρούσε ένα-ένα τα κύματα να τελειώσουν: «πάει και τούτο, πέρασε κι' αυτό», τα κύματα τα ατέλειωτα, που καταποδιαστά το ένα κυνηγούσε το άλλο, ξαφνίστηκε απ' τη φωνή του λοστρόμου, σαν να του χαλούσε το μέτρημα. Γύρισε και τον κύτταξε. — Τη δουλειά σου! είπε.

Θα μας έπερνε για τρελλούς, που μέσα στο ήσυχό του χωριό ζητούμε φυτρωμένες ιδέες! Αν είχε ποτές πατήση το πόδι του σε τόπους λεύτερους, θάβρισκε &δάση& αλάκερα, ιδέες γεμάτα. Εδώ ανδριάντα, εκεί τάφο, παρέκει Στρατώνα, παρακάτω Βουλές, μουσεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, — ατέλειωτα δάση από ιδέες, που ως τα ουράνια πηγαίνουνε τα κλωνιά τους, κι ως τα σπλάχνα της γης οι ρίζες τους!

Κ' είδες σ' άλλην οικογένεια, που είναι ποιος άρρωστος, ποιος αδύνατος, και κανείς δε δουλεύει, πόση γρίνια και δυστυχία σωριάζεται; Ο καθένας ρίχνει τα λάθη στου αλλουνού τη ράχη, και δε βοηθούνται αναμεταξύ τους, και μαλώνουν ατέλειωτα. Έτσι και το έθνος. Είναι μιαν οικογένεια από κοινότητες.

Έκλεισε η κερά Φρόσω το έρημο σπιτικό της και κατέβηκε στης Μιχάλαινας να τη συντροφέψη και να πασκίση να γελάση τον πόνο της με τις ψεύτικες τις παρηγοριές. Τις δυο τρεις μέρες που ακολούθησαν, ακατάπαφτο παραμόνεμα, απανωτές «μπαλλοτές», ατέλειωτα λείψανα, κι από τις δυο τις μεριές. Κατάντησαν ως πέντε πεσμένοι από του Πανάγου το σπιτικό, άλλοι πέντε από του Μιχάλη, κι ως εννιά Τούρκοι.

Μα τι έκαναν οι άλλοι λαοί για να συμπληρώσουν την επιστήμη και να δημιουργούν τέχνη; Μεταχειρίστηκαν ένα όργανο. Όχι. Είπαν οι λαοί, ο καθένας χωριστά και με το νου του, θα συμπληρώνουμε ατέλειωτα την επιστήμη και θα πλάθουμε τέχνη με ό,τι όργανο έχουμε μεις. Εμείς έχουμε όργανο μια γλώσσα, τη δική μας γλώσσα. Κουτσή στραβή, αυτήν έχουμε, αυτήν και θα μεταχειριστούμε.