United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο μεταξύ βλέποντας οι φατρίες αλύγιστο τον Αυτοκράτορα, πηγαίνουνε στον έπαρχο και του ζητούνε να λευτερώση τους δυο ενόχους. Ο έπαρχος όμως, άμα είδε τον όχλο, προστάζει τη φρουρά να πέση καταπάνω του και να τονέ σκορπίση.

Φεύγουν τότες και πηγαίνουνε στα σπίτια τους να βάλουν τάρματά τους, ακολουθάει κι ο λαός από πίσω, να παν κι αυτοί ναρματωθούνε για τον πόλεμο. Ως τόσο ο Βασιλιάς κ' η Βασίλισσα κατέβηκαν, αν αγαπάς, στο κατώγι!

Τους βλέπω ακόμα πλάι πλάι, με τα χέρια γεμάτα άνθη, με τα μάγουλα κοκκινισμένα να πηγαίνουνε μιλώντας από τη μεγάλη αυλή στην ανοιχτή βεράντα. Τα μαλλιά της είτανε τόσο μαύρα, τόσο ξανθά είταν τα δικά του, μα τα βαθιά γαλανά μάτια και των δυο είτανε τα ίδια. Ο ένας με τον άλλον είταν η πιο παράξενη αντίθεση κι όμως μοιάζανε περσότερο παρότι μοιάζουν πάντα μητέρα και παιδί.

Θα με ρωτήξης τώρα, γιατί σου τα είπα όλ' αυτά; Σου τα λέω, κυρ Λεφτέρη, για να μάθης από πού πηγαίνουνε στην Κόλαση· και ποια είναι η Κόλαση. Αυτός είναι ο &ίσιος& ο δρόμος· η ακαμωσιά και το πάθος. Και τέλος του, — η ντροπή, το ρεζιλίκι, η συφορά. Τώρα, εμείς οι παπάδες μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο.

Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε τα ίδια. Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει.

Τόχει κάπου ο Όμηρος αντίς ουκ , εκεί που λέει· «άριστον Αχαιών ουδέν έτισε», πάει να πη ουκ έτισε . Πηγαίνουνε μερικοί στην Τραπεζούντα κι ακούνε πως λένε στην Τραπεζούντα, κ' έχω , δηλαδή ουκ έχω . Φωνάζουνε αμέσως· Εκεί πια είναι αρχαία γλώσσα! Μα τι αρχαία γλώσσα; Πιο αρχαίο είναι τάχατις το ουκ από το ουδέν; Καλέ, δεν προσέχουνε στη γλώσσα, και τα λεν.

Θα μας έπερνε για τρελλούς, που μέσα στο ήσυχό του χωριό ζητούμε φυτρωμένες ιδέες! Αν είχε ποτές πατήση το πόδι του σε τόπους λεύτερους, θάβρισκε &δάση& αλάκερα, ιδέες γεμάτα. Εδώ ανδριάντα, εκεί τάφο, παρέκει Στρατώνα, παρακάτω Βουλές, μουσεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, — ατέλειωτα δάση από ιδέες, που ως τα ουράνια πηγαίνουνε τα κλωνιά τους, κι ως τα σπλάχνα της γης οι ρίζες τους!

Να, λοιπόν πού μπορούσαν να πηγαίνουνε κάμποσα χρήματά μας. Γιατί, σημειώστε το καλά, δε μιλούμε μονάχα στους πλούσιους, μιλούμε σ' όλους, και σε κείνους που μόνο μια δεκάρα μπορούν για το γενικό καλό να χαρίσουν το χρόνο.

Μα αν τέτιο λόγο αληθινά τον λες με τα σωστά σου, τότες θα πει οι αθάνατοι πως σ' έχουν ξεμωράνει, που εδώ μου ψέλνεις ορισμούς του Δία ν' αστοχήσω 235 και κάλια θες εγώ πουλιά κι' αητούς μ' οργιά φτερούγες ν' ακούσω... που δεν τους ψηφάω, στο νου μου δεν τους βάνω, θένε δεξά ας πηγαίνουνε όθε ανατέλνει ο ήλιος, θένε ζερβά, κατάισα κατά τη μάβρη δύση. 240 Εμείς τη γνώμη του Διός ν' ακούμε πρέπει, π' όλους ορίζει αθρώπους και θεούς.

Βρήκε όμως στη Ρώμη απερίμενες δυσκολίες. Οι Ρωμαίοι εννοούσαν ακόμα οι πιώτεροι να πηγαίνουνε με τα πατροπαράδοτα και να θυσιάζουνε στον Καπιτώλιο Δία. Έκαμε να τους περιπαίξη στην αρχή και να τους περιφρονήση, μα γλήγορα το κατάλαβε πως οι Ρωμαίοι δεν είταν κι όλως διόλου ξεθυμασμένοι ακόμα. Κάποια ζωή, κάποιο νεύρο τους έμνησκε πάντα.