United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φιδωτό το ποτάμι, στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζοδρόμος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.

Νίκη τρανή τότε έδωκε των Πυλιωτώνε ο Δίας, τι ως τόσο ομπρός τούς είχαμε μέσα απ' το πυκνοκάμπι, άντρες βαρώντας κι' άρματα μαζώνοντας πανώρια, 755 ως που το πολυκρίθαρο πάτησαν τ' άλογά μας Βουπράσι, και της Ωλενιάς το βράχο, και τ' Αλείση που λεν τη ράχη· όθε η θεά μας γύρισε πια πίσω. Εκεί στερνό άντρα σκότωσα κι' αφήκα το κυνήγι.

Ταχυά η φουρτούνα ησύχασε, τα κύματα μερέψαν, Και οι ψαράδες πώρριχναν 'ςτο πέλαγο ταις βάρκαις, 'Στ' ακρογιαλιού τα χώματα και μέσ' στα βράχια βρίσκουν Παραρριγμένα δυο κορμιά, και σφιχταγκαλιασμένα. Σήμερα γιορτή μεγάλη, σήμερα Λαμπρή. Σφάζουν σήμερα και ψένουν φυλαγμέν' αρνιά. Ράβουνε καινούργια ρούχα και στολίζονται· Κι' όθε απαντηθούν φιλιούνται και αγκαλιάζονται.

Λείπει απ' τον πόλεμο κι' ο γιος της χρυσομάλλως Θέτης και τον πνιγόκαρδο θυμό χορταίνει στα καράβιαΈτσι ο πολύσκιαχτος θεός τους φώναξε απ' το κάστρο. Και γκάρδιωνε τους Αχαιούς η Τριτογεννημένη, 515 η μυριοδόξαστη θεά, του Δία η θυγατέρα, κι' είταν στη μέση όθε έβλεπε οκνά και πολεμούσαν. Τότες το Διώρη μάτιασε το μάβρο ριζικό του.

Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσι πρώτα. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· 140 «Προς δεξιά σηκόνεσθε με την σειράν, ω φίλοι, και όθε κερνά ο κεραστής εκείθε αρχή να γείνη».

Κι' όθε περάση ο ίσκιος μου, ορίζω εγώ... Το ξέρει. — Πόλεμο θέλω... πόλεμο... Ποιος είσαι συ που κρένεις; — Πιστεύω, ό,τι πιστεύετε... — Αφωρεσμένος νάσαι Πώχεις ψυχήτη γλώσσα μας, 'ς αυτόν τον Άγιον Τάφο Να βλαστημήσης προδοσαίς... Αφωρεσμένος νάσαι... Κι' ο αντίλαλος εφτά φοραίς από σπηληαίς σε βράχους Από βουνά σε λαγκαδιαίς φαρμάκεψε ταγέρι Μ' εκείνον τον αφορεσμό.

Την πορφύρα, Οπού την χρυσοκέντησαν του παλατιού η παρθέναις, Του λόγγου τ' αγριοπρίναρα κ' η αρηαίς την είχαν σχίσει Κ' εσέρνουντανταις λαγκαδιαίς κομμάτια. Όμως τα νειάτα Τ' αθάνατα, τα δροσερά, κ' η θεϊκή ωμορφιά της Άγγιχτα, απείραχτα έμεναν καιτο θερμό του κάμπου Καιτου βουνού την παγωνιά, κ' έλαμπε όθε περνούσε Ωσάν ουρανογέννητη θεά, 'σαν νύμφη αρχαία.