United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εξηκολούθησε τον δρόμον του προς τα Λιβάδια τρέχων ορμητικώς και ασκόπως, ως οιστραλατούμενος ταύρος.

Φιδωτό το ποτάμι στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζόδρομος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.

Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσηςταις Σειρήναις, 'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. 40 όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα. αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν, 'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω 45 κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει. προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων ακούση• και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν ολόρθον χεροπόδαρατου καταρτιού την ρίζα, 50 και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουντον κορμό του, ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων. και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις, πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν. αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, 55το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου• και ατός του ο νους σου ας κρίνη. θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος.

Και από 'να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη ! Και με όρεξι την τρώει· Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε.

Μόνο να μη πηαίνωμ' ομάδη, γιατί άνε μάςε δη θα μάςε σκοτώση. Ο Μανώλης, τον οποίον δεν ετάραξεν ολιγώτερον το πράγμα, παρετήρησεν υπεράνω παρακειμένου φράκτου και διά μέσου των ελαιών διέκρινεν ένα Τούρκον κυνηγόν, ο οποίος εγέμιζε το τουφέκι του. — Ο Καουκάκης είνε, είπεν αναθαρρήσας. Και εξηκολούθησε συμπορευόμενος προς τα Λιβάδια και δεν έπαυε να την παρακαλή να φύγουν.

Και όταν έφθασεν ο βεζύρης εις τα περίχωρα της καθέδρας της Ταταρίας, ο Σχαζηνάν ακούοντας τον ερχομόν τούτου από μέρος του αδελφού του, εβγήκεν εις συναπάντησίν του με όλους του τους μεγιστάνας και άρχοντας του παλατίου και εδέχθη τον αυτόν βεζύρην με μεγάλας δεξιώσεις· και όταν έμαθεν ότι ο αδελφός του τον προσκαλεί εις την Ινδίαν μετά πάσης χαράς το εδέχθη· όθεν και διώρισεν ευθύς να στήσουν τας βασιλικάς σκηνάς έξω από την πολιτείαν εις τα λιβάδια και περιβόλια, διά να μείνη ο βεζύρης και τον προσμένη μίαν εβδομάδα, όσον να ετοιμασθή διά το ταξείδιόν του και ευθύς έστειλεν όλα τα χρειαζόμενα εις ανάπαυσιν του βεζύρη και της συντροφίας του.

Αλλάζουν όμως δρόμον από την ζωοθηρικήν και κάτω, διότι ο μεν ένας πηγαίνει προς την θάλασσαν και τους ποταμούς και τας λίμνας διά να συλλάβη τα εντός αυτών υπάρχοντα ζώα. Θεαίτητος. Τι άλλο βέβαια; Ξένος. Ο δε άλλος πηγαίνει εις την ξηράν και εις διαφορετικούς ποταμούς, οι οποίοι είναι ωσάν λιβάδια γεμάτα από πλούτη και νεότητα, διά να συλλάβη τα εντός αυτών βόσκοντα σφαχτά. Θεαίτητος.

Και από ‘να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. 490 Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, 495 Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη! Και με όρεξι την τρώει·

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση, γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός· είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση, είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός, μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξης, όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξης.

Και μια ακτίνα του παρελθόντος εισέδυσε στη ψυχή μου, όπως ένας αιχμάλωτος που ονειρεύεται κοπάδια, λιβάδια και δόξες! Εστάθηκα! — Δεν κατηγορώ τον εαυτόν μου γιατί έχω το θάρρος να πεθάνω.