United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ήκουσε τον δούλον να του λέγη ότι ο πλούσιος εκείνος τον προσκαλεί εις το συμπόσιόν του, το πράγμα του εφάνη απίστευτον, και νομίζων ότι ο δούλος του πλουσίου τον περιπαίζει, του λέγει με θυμόν «ύπαγε εις το καλόν και συ και ο αυθέντης σου· δεν με φθάνει ο κόπος μου και η δυστυχία μου, αμή ήλθες και συ να με περιγελάς; ύπαγε να καλέσης τους πλουσίους και ομοίους του αυθέντου σου και μη με πειράζης και συ σιμά εις τους άλλους μου κόπους και δυστυχίας».

Και η Σμάλτω, η οποία εννόει καλλίτερον παντός άλλου τους τόνους εκείνους και τους αντελαμβάνετο μέχρι και των ελαχίστων ψιθυρισμών, ενόμιζεν ότι ο συριγμός την προσκαλεί να σπεύση. — Άιτον άνεμο! εψιθύρισεν αίφνης αποφασιστικώς. Η λυγερή δεν ηδύνατο να κρατηθή περισσότερον.

Σεις μεν λοιπόν, είπε, Σιμμία και Κέβη, και οι άλλοι καθείς με την σειράν του εις κάποιον καιρόν θα κάμητε το ταξείδιον τούτο· η δε ειμαρμένη, καθώς θα έλεγεν είς ποιητής τραγικός , προσκαλεί τώρα εμέ και επάνω κάτω είναι η ώρα μου να διευθυνθώ εις το λουτρόν. Διότι είναι καλύτερον βέβαια να πίω το δηλητήριον, αφού λουσθώ, και να μη δώσω ενόχλησιν εις τας γυναίκας.

Θέλει να μας αναγνώση απόψε μίαν νέαν ραψωδίαν της Τρωάδος, είπε, και με προσκαλεί να υπάγω. — Έχω μόνον διαταγήν να εγχειρίσω την επιστολήν, είπεν ο εκατόνταρχος. — Βεβαίως, δεν χρειάζεται απάντησις. Αλλά κάθησε ολίγον να πιής κάτι. — Σε ευχαριστώ, ευγενή άρχον· θα πίω εις την υγείαν σου· αλλά δεν δύναμαι να καθήσω, διότι είμαι εν υπηρεσία. — Ειξεύρω, είπεν ο Πετρώνιος κατά των χριστιανών.

Αλλά μόλις επροχώρησαν ούτοι ολίγα βήματα, και τους προσκαλεί να επιστρέψωσιν οπίσω και να υπάγωσιν έκαστος εις τον τόπον, όπου ήτον διωρισμένος προτήτερα.

Ο Βάγκος αυτός τας προσκαλεί να τω λαλήσωσι. Αι Μάγισσαι προλέγουσι τότε εις τον Βάγκον, ότι τα τέκνα του θα καθέξωσι τον θρόνον, η δε προφητεία τον ταράσσει· συναισθάνεται ότι προέρχεται εκ του Άδου η φωνή και προτρέπει τον Μάκβεθ να προφυλάττηται από του πονηρού.

Βλέπω λοιπόν, όταν συναθροισθώμεν εις την συνέλευσιν, ότι, όταν μεν είναι χρεία να εκτελέση τίποτε η πόλις αναφερόμενον εις οικοδομήσεις, προσκαλεί ως συμβούλους δι' εκείνα που θα οικοδομήση τους οικοδόμους, όταν δε πρόκειται διά ναυπηγήσεις, προσκαλεί τους ναυπηγούς, και με τον ίδιον τρόπον εκτελεί όλα τα άλλα, όσα νομίζουν ότι μπορεί κανείς να τα μάθη και ότι είναι δυνατόν να διδαχθώσιν.

Στο δωμάτιο της, στο Τινταγκέλ, η Ιζόλδη η Ξανθή στενάζει για τον Τριστάνο και τον προσκαλεί. Να την αγαπάη πάντοτε; άλλη σκέψι δεν έχει, ούτε άλλη ελπίδα, ούτε άλλη επιθυμία. Όλη της η επιθυμία είναι σ' αυτόν, και δυο χρόνια τώρα δεν ξέρει τίποτε από μέρους του. Πού είναι; Σε ποιον τόπο; Να ζη τάχα τουλάχιστον;

Λοιπόν εις την ιδικήν μας πολιτείαν πρώτον διά τον δρόμον ενός σταδίου προσκαλεί εις τους αγώνας ο κήρυξ, ο δε αγωνιστής εισέρχεται κρατών τα όπλα. Δι' άοπλον δε αγωνιστήν δεν θα ορίσωμεν αγωνίσματα.

Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος, σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα, η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι, την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555 και, ανόσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία• και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».