United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τέλους . . . Επρόσθεσε· και στεναγμός ανακουφίσεως εξήλθε του στήθους του. Ανέπνευσα κ' εγώ μαζή του και τον συνεχάρην, διότι αυτήν την φοράν κατώρθωσε να μου εμφυτεύση αρκετόν μέρος της αισιοδοξίας του. Την επιούσαν κατά την ορισθείσαν ώραν, ήμην εις το ζυθοπωλείον κ' επερίμενα. Δεν ειξεύρω όμως διατί, έπαυσα αίφνης να είμ' ευχαριστημένος.

Όχι, είπεν η Αϊμά, υπερνικώσα την φρίκην αυτής· θα μοι είπετε διά τους γονείς μου; — Θα σοι είπω όσα ειξεύρω διά σε, απήντησεν η μοναχή. — Διά τους γονείς μου; επανέλαβεν η Αϊμά. — Και διά τους γονείς σου, αν ειξεύρω. — Λοιπόν ακούσατε, μήτερ μου, είπεν η νέα, και συνέσφιγγε πάντοτε την καρδίαν της με την αριστεράν χείρα.

Αχ, είπεν η έσωθεν φωνή. — Διατί σ' έχουν εδώ; επανέλαβεν η Βεάτη. — Δεν ειξεύρω. — Ποίος σ' έφερεν; — Άνθρωποι άγνωστοι. — Πόθεν είσαι; — Από τα περίχωρα. — Και θα σε κρατήσουν πολύν καιρόν εδώ; — Δεν ειξεύρω. — Τι κακόν έπραξες διά να σε φυλακίσουν ούτω; — Δεν ειξεύρω, αλλά... — Αλλά; επανέλαβεν η Βεάτη. — Έχω αμαρτίας, ως φαίνεται, είπεν η φωνή μετά στεναγμού. — Και είσαι μόνη εδώ μέσα;

Η Σιξτίνα έμεινεν επί τινας στιγμάς σιωπηλή και ήτο σύννους. Τέλος είπεν· — Η ηγουμένη επιθυμούσε να εξαγορευθής, αν ήθελες. — Να εξαγορευθώ; — Ναι, βέβαια. — Και τι θα πη αυτό; ηρώτησεν αμαθώς η Αϊμά. — Δεν ειξεύρεις; — Δεν ειξεύρω, είπεν η νέα. — Η εξαγόρευσις είνε μυστήριον της αγίας καθολικής Εκκλησίας μας, είπε δογματικώς η Σιξτίνα, και είνε ανάγκη ο κάθε χριστιανός να εξομολογήται τακτικά.

Συ, Πέτρε, και συ Παύλε Ταρσεύ, θέλω να έχετε απόδειξιν της ειλικρινείας μου. Ειξεύρω πού είναι η Λίγεια· ήμην προ ολίγου έμπροσθεν της οικίας του Λίνου, εδώ πλησίον.

Ο ξένος δεν απήντησεν, αλλά σιωπηλώς εφαίνετο αποδοκιμάζων το σχέδιον τούτο. — Λοιπόν δεν γίνεται; επανέλαβεν. — Είνε πολύ δύσκολο. — Αλλ' ειμπορείς τουλάχιστον να την ανταμώσης ο ίδιος; — Γι' αυτό δεν ειξεύρω. Ίσως να ευρεθή τρόπος. — Και αν εις τούτο αποτύχης, ειμπορείς να μάθης δι' αυτήν από άλλα πρόσωπα; — Αυτό είνε το ευκολώτερο απ' όλα. — Και να της στείλης μίαν παραγγελίαν;

— Α! τα παιδιά είπες; πήγαν εις το Φάληρον. — Δεν το βαρέθηκαν ακόμη εκείνο το γαλλικόν θέατρον; Δεν ξεύρω τι του βρίσκουν! εγώ, να σου ειπώ, μ' αρέσει καλλίτερα το Ελληνικόν. Ό,τι έχω εγώ τους Μυλωνάδες και τους Πειρατάς με τον Ταβουλάρη. Όχι δα και συ! το γαλλικόν έχει άλλην χάριν. — Δεν ειξεύρω, . . . αλλά μου λέγουν, ότι δεν είνε και πάρα πολύ ηθικόν.

Δεν ειξεύρω, απήντησεν αδιστάκτως η Γύφτισσα. Βεβαίως δε, αν ηδύνατο να σκεφθή, ήθελε μετανοήσει διότι έσπευσε ν' απαντήση ούτω. Η απάντησις αύτη έκαμε την Αϊμάν να πεισθή περί όσων αμφέβαλλε. Δεν είξευρεν αν η κόρη της ήτο βαπτισμένη. Δεν ήτο άρα η μήτηρ της. Περί τούτου εσκέπτετο καθ' εκάστην η Αϊμά.

Θέλει να μας αναγνώση απόψε μίαν νέαν ραψωδίαν της Τρωάδος, είπε, και με προσκαλεί να υπάγω. — Έχω μόνον διαταγήν να εγχειρίσω την επιστολήν, είπεν ο εκατόνταρχος. — Βεβαίως, δεν χρειάζεται απάντησις. Αλλά κάθησε ολίγον να πιής κάτι. — Σε ευχαριστώ, ευγενή άρχον· θα πίω εις την υγείαν σου· αλλά δεν δύναμαι να καθήσω, διότι είμαι εν υπηρεσία. — Ειξεύρω, είπεν ο Πετρώνιος κατά των χριστιανών.

Δεν ήθελα εγώ να σε τρομάξω, Αϊμά, είπε χωρίς να εννοή τι έλεγε. — Διατί λοιπόν έρχεσαι έτσι έξαφνα; — Δεν θέλω εγώ το κακό σου, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος. — Το ειξεύρω, Μάχτο, οπού δεν μου θέλεις κακόν. Αλλά διατί να γείνης παράξενος; — Εγώ; — Συ βέβαια. — Εις τι απάνω; — Έρχεσαι και φεύγεις έξαφνα, χωρίς να καλησπερίσης την αδελφήν σου. — Ω, ναι, έχεις δίκαιον, Αϊμά, είπεν ο νέος. Συγχώρησέ με.