United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπνός για να μη ξαναγυρίσωτην πατρίδα. — Κύριε ελέησον! Επανέλαβεν ο φίλος μου. » — Παναγία μου Πορταΐτισσα! είπε και ο καπετάν-Μαμμής. Και ανέγνωσε πάλιν. «Ο παπά-Σεραφάκος εξηκολούθει ψάλλων τώρα τα μεγαλυνάρια: Την υψηλοτέραν των Ουρανών . . . Από των πολλών μου αμαρτιών . . . Δέσποινα και μήτερ του λυτρωτού . . . Άλαλα τα χείλη των ασεβών . . . Τότε έβαλον κραυγήν και έμεινα άφωνος.

Ποίος το ειξεύρει; είπε μετ' αμφιβολίας η Αϊμά. — Θα υπάρχουν άνθρωποι να το ειξεύρουν, πιστεύω. — Και πού να τους εύρωμεν; — Αυτό πρέπει να το φροντίσωμεν χωρίς άλλο. Πιστεύεις ότι αισθάνομαι συμπάθειαν διά σε; — Ευχαριστώ, μήτερ μου. — Και επιθυμώ να μάθω ποία είσαι, προσέθηκεν η Σιξτίνα μη ευρίσκουσα άλλην ερμηνείαν της λέξεως συμπάθεια. — Κ' εγώ επιθυμώ το ίδιον, είπεν η Αϊμά.

Είνε αληθές, είπεν η Σιξτίνα. — Ειξεύρεις λοιπόν; — Έκαμα την νοσοκόμον διά σε, κόρη μου, είπε μετ' ειλικρινούς συμπαθείας η Σιξτίνα. — Λοιπόν είνε η σειρά σας να μου διηγηθήτε, μήτερ μου. — Θα σοι διηγηθώ όσα ειξεύρω, απήντησεν η Σιξτίνα. Αλλά ποίους λόγους να είχεν ο άνθρωπος εκείνος διά να θελήση τον θάνατόν σου; — Αυτό δεν ειξεύρω, είπεν η Αϊμά. — Και όμως ήθελα να το μάθωμεν.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ Να κρατής την κόρην σφικτά ανθισταμένη. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ω ! αν αρκεί τούτο μόνον, θα σωθή το τέκνον μου. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Βεβαίως θα σωθή οπωσδήποτε. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Άκουσε, μήτερ μου, τους λόγους όσους θα σοι είπω. Αδίκως οργίζεσαι κατά του πατρός μου. Μάταιον είναι να επιμένωμεν ζητούσαι τα αδύνατα.

Η προθυμία του φίλου τούτου προς υπεράσπισιν ημών είναι βεβαίως αξία της ευγνωμοσύνης μας• σκέφθητι όμως ότι είναι πιθανώτατον ημείς μεν να μη τύχωμεν σωτηρίας, αυτός δε να συκοφαντηθή προς τον στρατόν και να πάθη. Άκουσε τι σκέπτομαι. Απεφάσισα, μήτερ, ν' αποθάνω και θέλω ν' αποθάνω τον ευκλεή τούτον θάνατον αποστρέφουσα απ’ εμού πάντα άλλον ίδιον αγενούς ψυχής πόθον.

Έβγαλε το καπέλλο του, προχώρησε, στάθηκε κοντά στο λείψανο και σταύρωσε τα χέρια. — Κείσαι λοιπόν νεκρά, ω μήτερ Θεών και κοιτίς ημιθέων! είπε άξαφνα με βροντερή και άτρεμη φωνή. Ναι κείσαι! επρόσθεσε κατεβάζοντας στο λείψανο το χέρι του και κυττάζοντας αυστηρά όλους.

Εν τούτοις ενόμισε χρέος της ναπαντήση δι' ολίγων εις τας παρακελεύσεις ταύτας, διότι άλλως ήθελε φανή ψυχρά και αγνώμων εις την προθυμίαν της αδελφής Καρμήλης. — Σ' ευχαριστώ, μήτερ μου, είπεν, όπου μου δίδεις αυτάς τας καλάς συμβουλάς. Θα τας ακολουθήσω και ελπίζω να ωφεληθώ.

Οι Έλληνες, μήτερ μου, είναι φυσικόν και πρέπον να άρχουν των βαρβάρων, και ουχί των Ελλήνων οι βάρβαροι, διότι ούτοι μεν εγεννήθησαν δούλοι, εκείνοι δ' ελεύθεροι. ΧΟΡΟΣ Γενναίον είναι το φρόνημά σου, κόρη, σκληρά όμως διά σε η τύχη και η Άρτεμις. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Ευδαίμονα θα με καθίστων οι θεοί, ω κόρη του Αγαμέμνονος, εάν εγώ σ’ ελάμβανον ως σύζυγόν μου.

Εάν θέλουν να με βιάσουν να αλλαξοπιστήσω, ας ειξεύρουν ότι αυτή η χάρις δεν τους γίνεται, και ειμπορούν να με αφήσουν ελευθέραν να φύγω απ' εδώ. Αν πάλιν μ' έφεραν δι' άλλον σκοπόν, ας μοι το ειπούν, διότι πολύ στενοχωρούμαι, μήτερ μου, να μένω κλεισμένη εδώ μέσα. Η ηγουμένη εβίασεν εαυτήν εν τω μεταξύ, και πραϋνθείσα είπεν·Υπομονή, θα μάθω αύριον και θα σοι είπω τι τρέχει.

Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ειμπορώ να χωνέψω. Ως που να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία. — Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του.