United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «μητέρα, ανάγκη μ' έφερετον Άδη να ερωτήσω την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία• 165 τιάκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη, και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα, απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη να πολεμήσω επέρασατην εύιππην Τρωάδα. τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία 170 μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει• ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη; τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει; την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων 175 άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον; ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου• με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι, ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη

Κατά τους Αιγυπτίους ο Απόλλων και η Άρτεμις είναι τέκνα του Διονύσου και της Ίσιδος, και η Λητώ ήτο η σώσασα και θρέψασα αυτά. Εις την Αιγυπτιακήν γλώσσαν ο Απόλλων καλείται Ώρος, η Δημήτηρ Ίσις και η Άρτεμις Βούβαστις.

Εκ της διηγήσεως ταύτης και ουχί αλλαχόθεν ο Αισχύλος, υιός του Ευφορίωνος, μόνος από τους προγενεστέρους ποιητάς ήρπασε την ιδέαν να είπη εις έν ποίημά του ότι η Άρτεμις είναι θυγάτηρ της Δήμητρος. Ένεκα δε του γεγονότος τούτου η νήσος εγένετο πλωτή, τουλάχιστον ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι.

Εις άλλο μέρος πάλιν παρομοιάζει προς τον ανθρωποκτόνον Άρην οτέ μεν τούτον, οτέ δε άλλον και λέγει θεοειδή τον Φρύγα υιόν του Πριάμου, θεοείκελον δε πολλάκις τον υιόν του Πηλέως. Αλλ' επανέρχομαι εις τα παραδείγματα τα αφορώντα γυναίκας• άκουσε δε τι λέγει κάπου• Αρτέμιδι ικέλη ηέ χρυσέη Αφροδίτηκαι αλλαχού• Οίη δ' Άρτεμις είσι κατ' ούρεος .

Του εφάνη ότι εγνώρισε την Λίγειαν εις την μορφήν της θεάς εκείνης της εικονιζούσης την Αρτέμιδα. Εκείναι τον περιεκύκλωσαν χοροπηδούσαι, έπειτα δε έφυγον, ως αγέλη αιγών. Και μ' όλον ότι η Άρτεμις εκείνη δεν ήτο η Λίγεια, ούτε καν της ωμοίαζεν, αυτός έμεινεν εκεί, πνιγόμενος υπό της συγκινήσεως. Ησθάνθη αιφνιδίως άπειρον θλίψιν διότι ευρίσκετο μακράν της Λιγείας.

Αυτός κρατούσε τα πετράδια γύρω στο στρεφόμενο δίσκο κι ο αμέθυστος γινόταν το άλικο κλινάρι του Άδωνι και πάνω στον φλεβοχρωματισμένον αχάτη περνούσε τρεχάτη η Άρτεμις με τα λαγωνικά της. Σφυρηλατούσε το μάλαμα σε τριαντάφυλλα και τάσμιγε κατόπιν για να φκιάση περιδέραιο ή βραχιόλι.

Η Φαίδρα, η Πρόκνη εφάνηκαν κ' η εύμορφη Αριάδνη, κόρη του Μίνωα του φρικτού, 'που από την Κρήτη πέρα έπαιρνε νύμφηνταις ιεραίς Αθήναις ο Θησέας, αλλά, πριν κείνος την χαρή, την είχε μαρτυρήσει ο Διόνυσος, κ' η Άρτεμις την φόνευσετην Δία. 325

Εξάδελφέ μου, σοβαρά, λατρεύω μιαν γυναίκα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Αφού δι’ έρωτα λαλείς, έως εκεί μαντεύω. ΡΩΜΑΙΟΣ Περίφημα επέτυχες. Κ' είναι καλή κι’ ωραία! ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Και θα την ηύρες βέβαια ωραίατο σημάδι. ΡΩΜΑΙΟΣ Όχι· την έσφαλες εδώ. Του Έρωτος τα βέλη δεν την τρυπούν εις την ψυχήν είν' Άρτεμις εκείνη.

Ως νομίζω η υψηλοτέρα πόλις είναι η Βούβαστις όπου ευρίσκεται και ναός της Βουβάστιος , άξιος μνείας, διότι όσον μεγάλοι, όσον πολυδάπανοι και αν ήναι οι άλλοι, κανείς όμως δεν ηδύνει τα βλέμματα όσον ούτος. Βούβαστις δε ελληνιστί είναι η Άρτεμις. Ο δε ναός αυτής είναι τοιούτος.

Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. τον χρόνον όλον έμειναντον τόπο μας εκείνοι, 455 και πλούτη έμβασαν άπειρατο βαθουλό καράβι• και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουντην πατρίδα, της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. ήλθ' άνδρας πολυήξεροςτο σπίτι του πατρός μου, και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μουτο δώμα την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. ωστόσον αυτός ένευσεν αμίληταεκείνην, και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισετο πλοίο. από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 και τράπεζαιςτον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, όπ' είχαν πάειτην σύνοδο του δήμου να καθίσουν. και αυτή τρεις κούπαις έκρυψετον κόλπο της κ' επήρε, κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, αυτούτο καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνητην γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. κει την ερρίξαν, ηύρεματαις φώκαις καιτα κήτη, 480 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραντην Ιθάκη, οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».