United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του εφάνη ότι εγνώρισε την Λίγειαν εις την μορφήν της θεάς εκείνης της εικονιζούσης την Αρτέμιδα. Εκείναι τον περιεκύκλωσαν χοροπηδούσαι, έπειτα δε έφυγον, ως αγέλη αιγών. Και μ' όλον ότι η Άρτεμις εκείνη δεν ήτο η Λίγεια, ούτε καν της ωμοίαζεν, αυτός έμεινεν εκεί, πνιγόμενος υπό της συγκινήσεως. Ησθάνθη αιφνιδίως άπειρον θλίψιν διότι ευρίσκετο μακράν της Λιγείας.

Εις την θέαν εκείνην ανεσκίρτησεν υπό του τρόμου η αγέλη των πιστών, οίτινες συνεσφίγγοντο προς αλλήλους ως πρόβατα καταληφθέντα υπό λυκοφοβίας. Οι κρατούντες την ουράν της παπικής εσθήτος έσπευσαν εις βοήθειαν του αρχηγού της Εκκλησίας, όστις εστέναζε κυλιόμενος επί του κονιορτού ως όφις μεσοκοπημένος.

Και έμεινα λοιπόν εκεί. . αλλοίμονο 'στο χοίρο, που κι' ένα κόκκο σιταριού θα ήθελε να πάρη! κι' ενώ με μάτια τέσσερα εκύτταζα τριγύρω, αγέλη χοίρων ώρμησε απάνω 'στο σιτάρι. Θυμόνω, τους πετροβολώ, τους στρώνω 'στο κυνήγι, τρέχουν κι' εκείνοι, πόλεμος ανοίγεται μεγάλος, αλλά οι τρισκατάρατοι δεν ήσαν και ολίγοι, μόλις τον ένα έδιωχνα και ήρχετο ο άλλος.

Η αφήγησις του Λουκά έχει ως εξής: Ην δε εκεί αγέλη πολλών χοίρων βοσκομένη· και ικέτευσαν αυτόν όπως επιτρέψη αυτοίς, εις τούτους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Τότε εξήλθον τα δαιμόνια από του ανθρώπου και εισήλθον εις τους χοίρους. Και έπεσε πάσα η αγέλη επί τον κρημνόν και απεπνίγησαν».

Ετράνταζε όλο το βουνό και σειώνταν τα λαγκάδια, Οι βράχοι ξερριζόνονταν κι’ αρχίναγαν να τρέχουν Στον φοβερόν κατήφορο, σα θεϊκή κατάρα.... Τ’ αγροίμια κατατρόμαξαν κι’ αρχίσαν πηλαλώντας Να τρέχουν τα βουνόπλαγα, σα τρομαγμένη αγέλη.... Οι πέρδικες προντίσανε, βουβάθηκαν τ’ αηδόνια Και πέταξαν περίτρομα σ’ άλλα βουνά και λόγγα.... Τα όρνια ξεπετάχτηκαν από τα γκρέμια μέσα Κι’ αφήκαν έρμες τες φωλιές και πέταξαν τ’ αψήλου.

Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου• τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη• 295 κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας• πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου, βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι, από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση 300 βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη».

Μετά ταύτα τα λόγια εγώ ανέβην εις εκείνο το δένδρον, με μερικά φαγητά διά την χρείαν μου, και ο αυθέντης μου εγύρισεν οπίσω εις την πολιτείαν· εξενύχτισα επάνω εις το δένδρον χωρίς να ιδώ κανέναν ελέφαντα, αλλά την αυγήν όταν ανέτειλεν ο ήλιος βλέπω να περνά μία μεγάλη αγέλη ελεφάντων· εγώ εν τω άμα έρριψα τόσες σαΐτες με το δοξάριον, που τέλος πάντων είδα να πέση ένας Ελέφαντας σκοτωμένος· και οι άλλοι ανεχώρησαν.

Και νερόν μεν ευρήκαμεν πλησίον της παραλίας, αλλά τίποτε άλλο δεν εφαίνετο• μόνον μυκηθμός πολύς ήρχετο εκ μικράς αποστάσεως• νομίσαντες δε ότι ήτο αγέλη βοών επροχωρήσαμεν και μετ' ολίγον συνηντήσαμεν τους κατοίκους. Αυτοί δε άμα μας είδον μας κατεδίωξαν και συνέλαβον τρεις εκ των συντρόφων μου, ημείς δε οι άλλοι διεσώθημεν εις την θάλασσαν.

Ο πολύπειρος εκείνος ναύτης ήτο συγχρόνως και βαθύς πολιτικός, εννοήσας, ότι διά μόνον των ιερέων και δημίων καθίστανται οι άνθρωποι ευάγωγος αγέλη, προσφέρουσα ευπειθή ράχιν εις την ψαλίδα του κουρέως.

Και αληθές μεν είναι, ότι η συμμορία των πουριτανών, η αγέλη των νεροβράστων ηθολόγων και τα κοπάδια των χηνών, τας οποίας είχε μαδήσει εις την προηγουμένην του σάτυραν, εζήτησαν αμέσως να πνίξωσι το ποίημα και τον ποιητήν εις « ω κ ε α ν ό ν β α π τ ι σ μ έ ν ο υ γ ά λ α κ τ ο ς », ως ωνόμαζε γελών τας επικρίσεις των.