United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο που αργά και σιγαλά σβήνει στερνά κι εκείνη, κι απλώνει ένα μισόφωτο θαμπά, χαλκά λευκό, μισόφωτο που σούρουπο σιγά σιγά έχει γίνει, που και η κατσίκα χάνεται χαλκή μες στο χαλκό. Κι όπως στη ράχη βόσκοντας μακραίνει το κοπάδι, κάπου ένα μόνο απόβαθα κουδούνι τώρα ηχεί σαν κλάμα, σαν παράπονο που σκέπασε το βράδυ στ' αλαργινά ό τι αλαργινό ζητούσε μια ψυχή.

Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου• τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη• 295 κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας• πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου, βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι, από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση 300 βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη».

Σαν έσαξε κάθε αρχηγός τους λόχους τους δικούς του, οι Τρώες με φωνή κι' αχό σαν όρνια ροβολούσαν, όπως στον ουρανό αψηλά οι γερανοί φωνάζουν, π' αφού σωθούνε από βαριά βροχή κι' ανεμοζάλη, κοπάδι στ' Ωκιανού πετάν με λαλητά το ρέμα 5 φέρνοντας φόνους κι' όλεθρο μακριά στους Σπιθαμένιους· πόλεμο εκεί αρχινούν κακό μόλις χαράξει η μέρα.

Ορμητικά τα ξεροπόταμα κατέβαζαν, το νερό είχε κρουσταλιάσει, τα δέντρα εμοιάζανε με κατατσακισμένα. Η γης όλη δε φαινόταν εξόν κάπου γύρω στις νερομάννες και στα ρέματα. Κ' έτσι κανένας κοπάδι στη βοσκή δεν έβγαζε, μήτε ο ίδιος ξεμύτιζε από τη θύρα του, παρά ανάβοντας φωτιά με του πετεινού το λάλημα, άλλοι λινάρι έκλωθαν, άλλοι γιδόμαλλα έγνεφαν κι άλλοι παγίδες για τα πουλιά έφτιαναν.

Πάλι λοιπόν τις ακόλουθες ημέρες θυσιαζόντανε σφαχτά κ' έδιναν τραπέζια, κ' εκρεμούσε κ' η Χλόη τάματα τα δικά της: το σουραύλι, το ταγάρι, το τομάρι, τα καρδάρια· έχυσε και κρασί στην πηγή, που ήτανε στη σπηλιά, επειδή κι αναθράφηκε κοντά της και πολλές φορές ελούστηκε μέσα σ' αυτή· έβαλε στεφάνια και στον τάφο της προβατίνας, που της τον έδειξε ο Δρύαντας· κ' έπαιξε κι αυτή κάτι με το σουραύλι στο κοπάδι και παρακάλεσε τις θεές, αφού και για τιμή τους έπαιζε το σουραύλι, να βρη εκείνους που την παραπέταξαν άξιους για το γάμο της με το Δάφνη.

Δεν επρόφτασα να κινηθώ από τη θέσι μου, να καλοϊδώ το σώμα που εσπάραζε στο αίμα του και βλέπω τον φονιά να πηδάη στο τσιμπούκι και να ρίχνεται στη θάλασσα, σκούζοντας σαν τον ρύσο. — Πιάστε τον!... εφώναζα. Μα δεν είδα στα γελαστά νερά παρά τις Ρούσες, που έφευγαν με φωνές στο ακρογιάλι αφροκοπώντας τη θάλασσα, σαν κοπάδι δελφινιών εμπρός στον θεότρομον όγκο της φάλαινας!...»

Εκεί έπεσε χάμω και κατηγορούσε τις νύμφες πως δεν εβοήθησαν. 22. — Από σας άρπαξαν τη Χλόη και παραδεχτήκατε να το ιδήτε; αυτή που σας έπλεκε τα στεφάνια, που έχυνε για τιμή σας το πρώτο γάλα που και το σουραύλι της τούτο σας τόκανε τάμα; Τραγί κανένα δε μου άρπαξε λύκος· μα οι εχτροί και το κοπάδι κ' εκείνη, που έβοσκε μαζί μου.

«Μώρχονταν στο νου πόσες φορές ξαπόστασα και ξεκουράστηκα, κάτω από τον ίσκιο αυτουνού τ' αγαπημένου δέντρου, και πόσες φορές μάλωσα με τον Κοράκη και με το φτερωτό κοπάδι της μάννας μου, — τες κόττες, — που ήθελαν να μ' αρπάξουν από τα χέρια το νόστιμο ψωμότυρό μου.

Ο πιστικός χαράημερα και με τ' αηδόνια τώρα Αρμέει και βγάζει απ' το μαντρίτα πλάϊα το κοπάδι, Και κάθεταιένα τσουγγρί και λέει γλυκό τραγούδι. Το λέει με τη φλογέρα του, το λέει με τη φωνή του.

Σαν τάβρο που όλα ξεπερνάει τα βόδια στο κοπάδι 480 κι' απ' όλες ξεχωρίζεται στη στάνη τις γελάδες, τέτιονε ο Δίας έκανε κι' αφτόν τη μέρα εκείνη, ξεχωριστό κατάλαμπρο στων αρχηγών τη μέση.