United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε γνώριζα τότε πως θα είχα να παλέψω με τη γυναίκα μου έναν άλλο μεγαλήτερον αγώνα, έναν αγώνα, που ύστερ' από το τέλος του η μοίρα μου είτανε να μείνω μόνος κι ωστόσο όχι μόνος, με την ψυχή θλιμένη κι ωστόσο όχι χωρίς ελπίδα. Τώρα βλέπω πως καθόμαστε τότε απάνω στον ψηλότερο βράχο, εμπρός από το λευκό αναπαυτικό σπίτι μας.

Γνωρίζω μόνο πως όταν παντρεύτηκα είμουνα τόσο νέος, ώστε πίστευα πως η αγάπη μπορεί να προφυλάξη από κάθε δυστυχία του κόσμου κι όταν έβλεπα την Έλσα ολάστραφτη κ' ευτυχισμένη, όταν γυρίζαμε μαζί στα δάση και στα κύματα, όταν έβλεπα πως ο ήλιος τη μαύριζε και το κύμα του καλοκαιριού έβρεχε το λευκό της σώμα, λησμονούσα πως μπορούσε ναρθή η δυστυχία και γελούσα τον εαυτό μου νομίζοντας φανταστικούς τους φόβους μου.

Βοσκοί, δεν είμ' ωμορφονειός; πέτε μου την αλήθεια· ή μήπως έξαφνα ο θεός άλλαξε τη θωριά μου; γιατ' άλλοτε στην όψη μου σγουρό το χνούδι ανθούσε κ' εσκέπαζε κ' εστόλιζε τα κατωσάγωνά μου όπως του δένδρου τον κορμό χλωρός κισσός στολίζει· και τα μαλλιά σαν σέλινα μούπεφταν στα μηλίγγια, κ' είχα το μέτωπο λευκό πάνω απ' τα μαύρα φρύδια, κ' ήταν τα δυο τα μάτια μου πιο χαροπά απ' τα μάτια της Αθηνάς της ώμορφης και της γαλανομμάτας, κι είχα κορμί πιο παχουλό κι από το χλωροτύρι, κ' έβγαινεν απ' το στόμα μου γλυκειά-γλυκειά η φωνή μου κι από το μέλι πιο γλυκειά που βγαίνει απ' την κηρήθρα κ' ήταν και το τραγούδι μου γλυκό γλυκό κ' εκείνο είτε φλογέραν έπαιζα, σουραύλι είτε καλάμι· και στα βουνά που εγύριζα, όλες εκεί οι γυναίκες, όλες με βρίσκαν ώμορφο κι όλες των μ' αγαπούσαν και μόνο εκείνη η χωριανή δε μούδειξεν αγάπη παρά με καταφρόνεσε γιατ' είμαι βοϊδολάτης.

Ο άλλος είναι ένα παιδί με σγουρά κατάξανθα μαλλιά. Ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει τα λευκό μάρμαρο με τα παχουλά χεράκια του. Ο γέρος ανιστορεί το παραμύθι του φιλοσόφου. Μέσα στον ψηλό πύργο καθότανε ένας γέρος φιλόσοφος. Ο γέρος φιλόσοφος κοιμάται τώρα κάτω απ' το λευκό μάρμαρο. Κι' ο πύργος από τότε έμεινε έρημος.

Το εσωτερικό του χειλιού είχε το κόκκινο βαθύτερο και βρεμένο, και το απάνω χείλι λευκό και γαργαλιστικό σκιαζόταν από αλαφρό χρυσωπό χνούδι. Τα δύο κορίτσια ή γυναίκεςδεν ήξερε καλάμιλούσανε γλήγορα κι' από τη μιαν ομιλία γλυστρούσανε στην άλλη. Κάποτε που γελούσανε φωτιζόταν οι καμπύλες στο μάγουλό τους. Τα πρόσωπά τους ήτανε μικρότερα από των τριγύρω αντρών, πιο στρογγυλά και πιο πονηρά.

Ποιος νάνε τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήση; Ποιος νάνε τάχα ο νιος που μ' ένα δαχτυλίδι, Μαντήλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρη; Ποιος νάνε τάχα ο νιος, που μ' ένα φίλημά του Γλυκό και φλογερό απ' το λευκό μου χέριτην κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήση νύφην; Ποιος νάνε τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια Κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια Εσύ, ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!

Ανάμεσα στάλλα είταν ένα λευκό σκυλάκι από πορσελλάνη, που είχε μια φούντα στην ουρά και κρατούσε μια μικρή παντούφλα στο στόμα. Είτανε πολύ παλαιό πράμα κι ο μπαμπάς το είχε από τη μητέρα του, που τα είχε πάλι χάρισμα από τη νουνά της, όταν είτανε δυο χρονών.

Να, ένα ακαθόριστο διάχυτο φως φωτίζει τριγύρω την πεδιάδα∙ είναι ένα λευκό δαχτυλίδι επάνω από έναν μαύρο κύκλο. Είναι η αυγή. Οι τυφλοί σηκώνονται, μπλέκουν τα δάχτυλά τους, σκύβουν μπροστά του και τον αναγκάζουν να καθίσει επάνω στα χέρια τους και να βάλει τα μπράτσα του γύρω από το λαιμό τους. Έτσι τον ανασηκώνουν, τον παίρνουν μακριά, τραγουδώντας, όπως κάνουν τα παιδιά όταν παίζουν.

Μα πιο πολύ απ' όλα τον βασάνιζε η τοποθέτηση της Δόξας. Ήθελε νάβρη για κείνη ένα βάθρο πολύτιμο, όλως διόλου άξιο για τέτοιο καλλιτέχνημα. Τις έφτιασε ένα από μάρμαρο λευκό και την τοποθέτησε δίπλα στο τραπέζι της δουλειάς του. Μα το μάρμαρο του φαινότανε πρόστυχο. Αντί να δείχνη την ωμορφιά της την έκρυβε. Παράγγειλε λοιπόν έναν κορμό καρυάς ψηλόν ως ένα μέτρο και τον έφεραν στο γραφείο του.

Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της άστραψαν από χαρά. «Ντόνα Ρουθ, καλημέρα, κυρά μου!» Η ντόνα Ρουθ κατέβηκε γρήγορα, αφήνοντας να φανούν οι χοντρές της γάμπες με τις τιρκουάζ κάλτσες.