Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Αχ, δεν ήξευρεν, όταν απέσυρε το χέρι της από το δικό μου. — Κατήλθαν την δενδροστοιχίαν, εστάθηκα, τους ακολούθησα με το βλέμμα μου υπό το φως της σελήνης, και ερρίφθηκα κατά γης και εξήντλησα τα δάκρυά μου, και ανεπήδησα, και έτρεξα μπροστά, και είδα ακόμη εκεί υπό την σκιάν των υψηλών φιλυρών το λευκό της φόρεμα να στίλβη εις την θύραν του κήπου, άπλωσα τα χέρια μου, και όλα αφανίσθηκαν.

Μεγάλωνα σε ομορφιά, χάρες, ταλέντα μέσα σε απολαύσεις, σεβασμούς κ' ελπίδες. Άρχισα να εμπνέω έρωτα. Το στήθος μου έδενε· και τι στήθος! Λευκό, στερεό, φκιασμένο σαν της Αφροδίτης των Μεδίκων. Και τι μάτια! τι βλέφαρα! τι τσίνορα μαύρα! Τι φλόγες καίγανε μέσα στις κόρες των ματιών μου και σβήνανε την αχτιδοβολιά των άστρων, όπως μου λέγαν οι ποιητές του τόπου.

Εκεί είτανε φυλαγμένο το τελευταίο πουκαμισάκι του και το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες, που φόρεσε. Εκεί είτανε τα μικρά του τετράδια με τα τραγούδια, η τελευταία λευκή καλοκαιρινή φορεσιά του με την όμορφη γαλάζια κορδέλα κι ο φιόγγος με τα ίδιο χρώμα στο λευκό κασκέτο. Εκεί είτανε φυλαγμένα τα μικρά χρωματιστά παπούτσια και τα βιβλία του μικρού Σβεν.

ΦΛΕΡΗΣΞέρεις πολύ καλά αν έχω τις ιδέες αυτές. Όμως είμεθα σκλάβοι στη γνώμη του κόσμου. Έχω ένα καθήκον για τη Δώρα, είμαι πατέρας. ΛΕΛΑΤο ξέρω. Η Δώρα είναι ένα κορίτσι αγνό, λευκό ακόμα, σαν το απάτητο χιόνι. Το βλέμμα μου μονάχα μπορεί να το μολύνη, η αναπνοή μου μπορεί να του φέρη αρρώστεια. Είμαι η λεπρή . . . Όμως μείνε ήσυχος!

Στο μάρμαρο ενός ερημικού τάφου κάθονται δυο ανθρώποι, Το παλιό, κιτρινισμένο μάρμαρο μέσα στο φως του φεγγαριού, λάμπει κατάλευκο σα χιόνι. Το φεγγάρι βαλσαμώνει και κάνει σαν ψεύτικη όλη την εξοχή ολόγυρα, τα δέντρα, τα σπιτάκια, τον παλιό μεσαιωνικό πύργο, την ασάλευτη λίμνη. Οι δυο ανθρώποι κάθονται απάνω στο λευκό μάρμαρο. Ο ένας είναι γέρος με κάτασπρα μαλλιά και μακρινά χιονισμένα γένεια.

Μα αν δεν το κατορθώσω — κ' έτσι αιστάνουμαι, δε θα το κατορθώσωτότε ήθελα να μου φορέσουν το λευκό μου φόρεμα. Στο κάτω κάτω συρτάρι του κομού είναι όλα τασπρόρρουχα που φορούσε ο Σβεν, ο άγγελός μου. Δόστε μου τα όλα. Βάλτε στην κάσα μου όλα όσα χωρούν από τα πράματά του. Μπορώ να είμαι ξαπλωμένη απάνω και στα σκληρά παιγνιδάκια του ακόμα. Και μια τελευταία επιθυμιά.

Κι όταν πια ετοιμαζότανε να γυρίση στην πολιτεία ο Εύδρομος, κι άλλα όχι λίγα τούδωσε ο Δάφνης, μα κι ακόμη όσα δώρα μπορούσε να του δώση ένας γιδάρης· τυριά καλοπηγμένα· κατσικάκι όψιμο, γιδοτόμαρο λευκό και μαλλιαρό για να το φορή το χειμώνα, όταν τρέχη· κ' εκείνος χαιρότανε κ' εφιλούσε το Δάφνη και τούδινε το λόγο του πως κάτι καλό στον αφέντη θα ειπή γι' αυτόν.

2ος ΔΙΑΚΟΣ. Δυναμώνου! 3ος ΔΙΑΚΟΣ. Μάρτυρα του πόνου! Της Μάννας μου ο σπαραγμός ίσαμε 'δώ πέρα ξετυλίγεται και ο δαρμός. Αυτός σεντόνι ας γενή λευκό, το κορμί μου το μαρτυρικό μέσα στην απέραντη στοργή του να το σαβανώση, προτού στην αγκαλιά της γης το παραδώση. . .

Ο ουρανός είναι κόκκινος, ψηλά επάνω από το λευκό λόφο. Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν. «Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαιΕκείνος έπλεκε μια ψάθα και προσευχόταν.

Μιλούσαν χαμηλόφωνα, σαν να ήταν κάτι σοβαρό, αλλά η ντόνα Ρουθ εμφανίστηκε στη μικρή πόρτα κρατώντας στο χέρι ένα αρνίσιο μπούτι λευκό από το λίπος με την βιολετί νεφραμιά σκεπασμένη από τη μπόλια και διέκοψε τη συζήτηση. «Πρέπει να φωνάξουμε τον Έφις για να κάνει μια ξύλινη σούβλα. Πήγαινε Τζατσίντο

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν