United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Άρπαγος τοις είπεν ότι ήξευρε μεν καλώς τι εσκόπευον να πράξωσι, τους άφινεν όμως ελευθέρους να σκεφθώσι, και κατά συνέπειαν τούτου απέσυρε τα στρατεύματά του. Εν τούτοις οι Φωκαιείς έρριψαν εις την θάλασσαν τας πεντηκοντόρους των, έθεσαν εντός αυτών τας γυναίκας και τα παιδία των, τα έπιπλά των, τα αγάλματα και τα άλλα αφιερώματα των ναών, και εμβάντες έπειτα και αυτοί έπλευσαν προς την Χίον.

Ο Αντίπας φοβούμενος μήπως του τα σφετερισθή ο Βιτέλλιος, τα είχε κλείσει εις το μέρος εκείνο, το οποίον ήτο επίτηδες διά τα ζώα εν καιρώ πολιορκίας. — «Αυτός ο σταύλος είνε άθλιος» είπεν ο Ανθύπατος «και κινδυνεύεις να τα χάσης! Μέτρησέ τα Σιζέννα»: Ο τελώνης απέσυρε μίαν πλάκα από την ζώνην του, εμέτρησε τους ίππους και τους κατέγραψε.

Τί λοιπόν εκοπάνιζεν η Λάμια επί τόσην ώραν και με τόσην λύσσαν; Ότε υπό απαίσιου κατεχομένη προαισθήματος απέσυρε με τρέμουσαν χείρα το σκέπασμα, απεκαλύφθη υπ' αυτό αντί του πτώματος γαλής, το ελεεινόν λείψανον γυναικείου πίλου, του πίλου της επιούσης, τον οποίον διά των ιδίων αυτής χειρών είχε μεταβάλη εις άμορφον πήτταν, βελούδου, χαρτονιού, ανθέων και πτερών.

— Μ' έστειλε ο Γιάννης, απήντησεν έξωθεν της κλειστής θύρας η Χαδούλα, χωρίς να είπη τ' όνομά της, για να κάμω γιατρικά της λεχώνας. — Τέτοιαν ώρα; — Δεν 'μπόρεσα 'νωρίτερα να 'ρθώ. — Πού τον ηύρες; — Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμμα. Η γραία απέσυρε τον μοχλόν και ήνοιξε την θύραν. — Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, εσκέφθη καθ' εαυτήν η Φραγκογιαννού·αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα.

Οι Αθηναίοι είχαν ήδη αναβή εις τα ύψη, αφού ετελείωσαν το μέχρι της θαλάσσης τείχος, ότε ο Γύλιππος, παρατηρήσας έν αδύνατον μέρος του τείχους εκείνου των Αθηναίων, ήλθε διά νυκτός με το στράτευμά του διά να το προσβάλη. Αλλ' οι Αθηναίοι, οι οποίοι έτυχαν διανυκτερεύοντες έξω του τείχους, τον ενόησαν και αντεπεξήλθαν· ο δε Γύλιππος, ιδών ότι ανεκαλύφθη, απέσυρε τα στρατεύματα του γρήγορα.

Επροτίμησε ναγνοή και εκείνη και αυτός τι έμελλε να πράξη. Μίαν μόνην απόφασιν έλαβε. Να κρούση την θύραν του οικίσκου και να ζητήση άσυλον διά την Αϊμάν μέχρι της πρωίας. Τούτο δε και έπραξε. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ου ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο εντός του οικίσκου, αφυπνισθή και ανοίξη την θύραν. Τέλος ηγέρθη μορμυρίζων, απέσυρε τον βαρύν λίθον όστις έκλειεν όπισθεν την θύραν, και ήνοιξεν.

Τοιούτοι δε διωρίσθησαν ο Έπαρχος της αυλής Ολύμπιος, ο έπαρχος της πόλεως Λεόντιος και ο οικονόμος της Εκκλησίας της Αγίας Σοφίας Αναστάσιος. Μετά των πρέσβεων τούτων απήλθε και ο Σαήν αφήσας πολιορκητικόν στρατόν εις την Χαλκηδόνα, αφού απέσυρε το μεγαλείτερον μέρος του στρατού του εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας.

Ούτε εις τούτο ημπορώ να σε φωτίσω, κυρά μου. Δεν κατοικώ εδώ. — Και πού κατοικείς; — Είμαι έπαρχος Θήρας. Και θέσας, μηχανικώς την χείρα εις το θυλάκιόν του έψαυσε την εφημερίδα. Ευχαρίστως ήθελε διακοινώσει τα περιεχόμενά της εις την γραίαν, αλλ' εσκέφθη ότι η περίστασις δεν ήτο κατάλληλος και απέσυρε την χείρα κενήν. — Α! Έπαρχος είσαι του λόγου σου, υπέλαβεν η γραία. Και νομάρχης!

Τον έβλεπα να λαλή περιπαθώς δακτυλοδεικτών τας αδελφάς μου και εμέ, ενώ ο ναύτης απέσυρε την χείρα, εντός της οποίας εζήτει ο πατήρ μου να θέση φιλοδώρημα. Κατ' εκείνην την στιγμήν η μήτηρ μου όπισθεν μ' έλαβεν εκ της χειρός. Εστράφην προς αυτήν. ― Λουκή μου, πάρε τας αδελφάς σου και πηγαίνετε με την ευχήν μας. Αφήσατέ μας ημάς εις το έλεος του Θεού.

Καλή μέρα, Κανάτα! — Ανεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν. — Βάλλω στοίχημα πως δεν μ' ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτα αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της ιδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ' ης την προσέφερεν.